Πρώτο πόδι, λέει. Το αγαπημένο των Θεσσαλονικιών. Το καλοκαίρι των φοιτητών και των οικογενειών. Χαλκιδική ήταν το καλοκαίρι μας, για εμάς που σπουδάσαμε εκεί με τη φράση «σαν τη Χαλκιδική δεν έχει». Παρασκευή απόγευμα φεύγαμε σκαστοί κι επιστρέφαμε Κυριακή βράδυ με κίνηση και ηλιοκαμένο πρόσωπο. Εκεί που κάποτε ξαπλώναμε σε ψάθες και μοιραζόμασταν καρπούζι από το τάπερ και μπίρα στο κουτάκι. Εκεί που τώρα, για να καθίσεις κάτω από μια ομπρέλα στην πρώτη σειρά, πρέπει να πληρώσεις 100 ευρώ ελάχιστη. Όχι, δε διαβάζεις λάθος.

Δε μιλάμε πλέον για τουρισμό αλλά για ταξική διάκριση. Οι καταγγελίες πολιτών πληθαίνουν καθημερινά, τόσο στην πλατφόρμα mycoast, όσο και σε καταναλωτικές οργανώσεις. Κατηγορίες για καταπάτηση αιγιαλού, αδιαφάνεια στις τιμές, ακόμα και εξαπάτηση πελατών. Και το καλοκαίρι μόλις ξεκίνησε. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι πελάτες κάθονται σε ξαπλώστρες χωρίς να ενημερωθούν ότι αυτές χρεώνονται και στο τέλος τους παρουσιάζεται λογαριασμός που σοκάρει, σαν να κάθισαν σε σουίτα πέντε αστέρων, αλλά και περιπτώσεις τιμών που αλλάζουν από μέρα σε μέρα, από ώρα σε ώρα, ανάλογα με τη ζήτηση και την προσφορά.

Την ίδια στιγμή, εκπρόσωποι των επιχειρηματιών μιλούν για υπερβολές και επιλεκτική προβολή των ακριβών μαγαζιών, τονίζοντας ότι υπάρχει πλήθος επιλογών στη Χαλκιδική και πως ο καθένας επιλέγει με βάση το πορτοφόλι του. Ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου, Γιάννης Κουφίδης, κάνει λόγο για πρωτοφανείς ελέγχους με χρήση drones και για δυναμικό ανταγωνισμό, που λογικά θα έπρεπε να συγκρατεί τις τιμές.

Ακόμα και να ισχύει, όμως αυτό, τα beach bar πρώτης γραμμής, όπως αποκαλούνται, θα έπρεπε κάπως να ντρέπονται για τις τιμές τους και για το γεγονός ότι μια παρέα 4 ατόμων πρέπει να κάνει λογαριασμό 50 ευρώ το άτομο για να κάνει μπάνιο. Αντ’ αυτού  δείχνουν και ένα είδος σνομπισμού σε όποιον δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Σου λένε 200 ευρώ ελάχιστη κατανάλωση, σαν κάτι τελείως φυσιολογικό, κι αν διαμαρτυρηθείς σε κοιτούν με ύφος υπεροπτικό σαν να σου λένε “αν δεν μπορείς μην έρχεσαι”.

Προσπαθείς να μην ενοχληθείς. Ίσως πιο πίσω; Αναρωτιέσαι. Εκεί είναι με ελάχιστη κατανάλωση 50 ή και 70 ευρώ το σετ. Και ξαφνικά, αντί να απολαμβάνεις το μπανάκι σου και την ηρεμία σου, αρχίζεις να κάνεις υπολογισμούς για το πώς θα βγει η μέρα κι αν αξίζει να φας ένα κλαμπ σάντουιτς που κοστίζει 20 ευρώ.

Δεν είναι τα λεφτά μόνο. Είναι και το συναίσθημα. Το ότι νιώθεις σαν πολίτης δεύτερης κατηγορίας. Θα μου πεις, μην πας εκεί. Πήγαινε σε πιο ήσυχες παραλίες, πάρε την ομπρέλα σου, βρες το δικό σου σημείο κι απόλαυσε τις βουτιές σου και την ψυχική σου γαλήνη. Και όντως, ευτυχώς, η Χαλκιδική έχει ακόμα γωνιές πανέμορφες κι ελεύθερα προσβάσιμες. Αλλά είναι κρίμα να πρέπει να αλλάξεις προορισμό για να βρεις μια θέση στον ήλιο χωρίς τιμοκατάλογο που να σου αδειάζει την τσέπη κι ακόμα πιο κρίμα να αποκλείεις παραλίες, ενώ θα έπρεπε να έχεις το δικαίωμα να της απολαύσεις και εσύ αλλά και αυτός που έχει τα 200 ευρώ και θέλει να τα ξοδέψει.

Βέβαια, υπάρχουν και επιχειρήσεις που σέβονται τον επισκέπτη, που χρεώνουν λογικά, που κρατούν την ατμόσφαιρα φιλόξενη. Αλλά φέτος, περισσότερο από ποτέ, νιώθει κανείς ότι η ισορροπία έχει χαθεί. Συναντάμε μια Χαλκιδική που στοχεύει σε λίγους και γυρίζει την πλάτη στους υπόλοιπους με περιοχές σαν τη Σάνη, την Καλλιθέα, το Πευκοχώρι, ακόμα και τα Αιγαιοπελαγίτικα, να μοιάζουν πολύ εξκλούσιβ για τον απλό κόσμο.

Η θάλασσα, όμως, δεν είναι προνόμιο. Είναι δικαίωμα. Είναι το μέρος που παίρνεις το παιδί σου να ξεχαστεί, που πας με τον φίλο σου να συζητήσετε τα σοβαρά ή να μη μιλήσετε καθόλου. Δεν κοστολογείται, μόνο την απολαμβάνεις όσο τραβάει η ψυχή σου. Αν η φετινή Χαλκιδική πρέπει να μας διδάξει κάτι, είναι η απλότητα. Την αξία του να μοιράζεσαι μια πετσέτα, έναν καφέ από το θερμός, μια βουτιά που δε μετριέται σε ευρώ.

Γιατί ρε παιδιά το πιο ωραίο καλοκαίρι δεν κοστίζει. Το κουβαλάς μαζί σου. Όταν είσαι κάπου που νιώθεις άνθρωπος, όχι πορτοφόλι.

Συντάκτης: Σοφία Γεωργούλα