Ένας χωρισμός ανάμεσα σε ένα ζευγάρι είναι τις περισσότερες φορές κάτι αρκετά δυσάρεστο και επώδυνο. Σε περίπτωση ύπαρξης παιδιών, οι συνθήκες περιπλέκονται ακόμη περισσότερο. Εκεί, τα πράγματα απαιτούν λεπτές ισορροπίες και ειδική μεταχείριση, με μόνο γνώμονα το καλό των παιδιών, στην αλλαγή της καθημερινότητάς τους αλλά και της ψυχικής τους υγείας. Η κοινή λογική θα ήθελε να υπάρχει ιδανικά συνεπιμέλεια των δύο γονέων ώστε το παιδί να μπορεί να μεγαλώνει και με τους δύο και να μπορεί να ζει εξίσου όμορφες στιγμές μαζί τους. Αυτό όμως συνήθως μπορεί να συμβεί σε σωστές συνθήκες ενός συναινετικού διαζυγίου με συνεννόηση και αλληλοσεβασμό των δύο γονέων και σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να συμβεί σε περιπτώσεις ψυχολογικής η σωματικής βίας, παθογένειας, σ3ξουαλικής εκμετάλλευσης, προς τον ένα γονέα η προς το ίδιο το παιδί.

Η νομοθεσία στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια θεσπίζει τη συνεπιμέλεια όπως σε πολλές άλλες Ευρωπαϊκές χώρες και υπάρχουν αρκετές θετικές αλλά κι αρνητικές αντιδράσεις των αλλαγών που επιφέρει. Πολλοί μιλούν για επίλυση ζητημάτων όπως, «τους γονείς του Σαββατοκυριακου», την έμπρακτη ενασχόληση και των δύο γονέων αλλά κι τη δίκαια μεταχείρισή τους. Έχεις σκεφτεί, όμως, στην πράξη, πόσο δύσκολο είναι κάτι τέτοιο;

Από την άλλη μεριά, υπάρχουν κι αυτοί που μιλούν για προχειρότητα στη συγκεκριμένη νομοθεσία άλλα και την κάθετη και μη αντιπροσωπευτική απόφαση ενός νομοθέτη. Ο νομοθέτης δεν μπορεί να γνωρίζει τις συνθήκες που επικρατούν σε κάθε σπίτι ανάμεσα σε δύο γονείς αλλά και προς τα παιδιά τους, σε αντίθεση με ένα δικαστή που έχει πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες. Έτσι, ζητείται η ίδρυση οικογενειακών δικαστηρίων από εξειδικευμένους δικαστές και η στήριξή τους από ειδικούς άλλων κλάδων.

Ένας χωρισμός δεν είναι ντέρμπι ανάμεσα σε μαμάδες και μπαμπάδες, πρέπει οι ίδιοι να προσπεράσουν τις μεταξύ τους διαφορές, όταν μιλάμε για φυσιολογικές συνθήκες, και να μπορέσουν να δουν πώς θα έχουν ίσα δικαιώματα άλλα κι υποχρεώσεις απέναντι στα παιδιά τους. Ωστόσο, αυτό πολλές φορές φαντάζει απίθανο, καθώς μπροστά μπαίνει ο εγωισμός άλλα και η σύγκρουση συμφερόντων. Η συνεπιμέλεια αποκτά πρακτικές δυσκολίες, με βασικότερη όλων τη συνεννόηση των δύο γονέων και τη διάθεση να γίνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις. Αν σκεφτεί κανείς πως ένα διαζύγιο ξεκινάει συνήθως λόγω διαφωνίας του ζευγαριού, η επικοινωνία πολλές φορές γίνεται δύσκολη ως προς τη συνθήκη της συνεπιμέλειας και καμιά φορά, ανύπαρκτη.

Το ίδιο δύσκολη είναι κι η απόφαση ως προς το μοίρασμα του χρόνου που θα περάσει ο κάθε γονέας με το παιδί, αλλά και η τυπικότητα που κρατείται ως προς αυτές τις αποφάσεις καθώς ο σύγχρονος τρόπος ζωής γίνεται όλο και πιο απαιτητικός και γρήγορος. Έπειτα, ακολουθούν θέματα πειθαρχίας και κανόνων προς το παιδί, τα οποία πρέπει να είναι κοινά κι από τους δύο γονείς κι όχι να μπαίνουν σε διαδικασίες «καλός γονιός, κακός γονιός». Πρέπει να υπάρχει μια κοινή γραμμή ως προς το πρόγραμμα του παιδιού, το τι κανόνες πρέπει να ακολουθεί, τις διατροφικές του συνήθειες, τα ωράρια ύπνου, τη συμπεριφορά του προς τους ανθρώπους γύρω του και άλλα πολλά, που υπάρχουν στην καθημερινότητα του. Σε μια πραγματικότητα που το παιδί ακούει διαφορετικές απόψεις από τον κάθε γονιό, προκαλείται σύγχυση και η συνεπιμέλεια με κοινή γραμμή, φαντάζει άθλος.

Ένα άλλο βασικό πρόβλημα αποτελούν οι οικονομικές συμφωνίες των δύο γονέων και ο διαχωρισμός της περιουσίας που αποκτήθηκε κατά τον γάμο. Εκεί, συνήθως, υπάρχουν προστριβές άλλα και μη τήρηση των συμφωνηθέντων από μια δικαστική απόφαση. Οι αποφάσεις εδώ έρχονται με τις ανάγκες ενός παιδιού και τα κόστη για το μεγάλωμά του. Συχνά μπλέκονται δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, σόγια και συγγενείς, ενώ η κατάσταση ξεπερνάει κάθε όριο αν υπάρχει οικονομική στενότητα σε μία από τις δυο πλευρές.

Υπάρχει πολύς δρόμος στον τερματισμό μιας σχέσης και οι γραμμές είναι λεπτές. Όταν σε αυτή τη σχέση, όμως, υπάρχουν παιδιά κι υπό φυσιολογικές καταστάσεις δύο άνθρωποι αποφασίζουν να πάρουν χωριστούς δρόμους, το κύριο τους μέλημα θα πρέπει να είναι το καλό του παιδιού τους. Οι ίδιοι πρέπει να αφήσουν πίσω τις διαφορές τους και να θέσουν ως προτεραιότητα τα παιδιά τους. Σε αυτό τον τομέα πρέπει να έχουν τη συνεχή στήριξη της ίδιας της πολιτείας, με την ίδρυση οικογενειακών δικαστηρίων πρόσβαση σε ειδικούς διαφορετικών κλάδων όπως ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, δικηγόροι.

Σε συνθήκες που μιλάμε για βία κι επικινδυνότητα είτε σωματική είτε ψυχική εκεί δε μιλάμε για συνεπιμέλεια και κάποιες φορές ούτε καν για επιμέλεια, όταν κανένας γονιός δεν είναι ικανός στο μεγάλωμα ενός παιδιού. Εκεί χρειάζονται άμεσες μετατροπές σε ήδη υπάρχουσες συνθήκες όπως εκπαίδευση της αστυνομίας σε συνθήκες ενδοοικογενειακής βίας, άμεση απομάκρυνση από ένα βίαιο περιβάλλον, δομές φιλοξενίας και ξερίζωμα της νοοτροπίας απάθειας για τον συνάνθρωπο.

Το να ξεπεραστούν οι προκλήσεις για την από κοινού ανατροφή των παιδιών είναι κάτι το οποίο χρειάζεται συνέπεια, επικοινωνία και μάθηση για την προσαρμογή στις νέες προκλήσεις καθώς προκύπτουν. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά οφέλη από τη διαχείριση και την υπέρβαση αυτών των προκλήσεων. Η σωστή κι υγιής επικοινωνία κι ανατροφή και από τους δύο γονείς εδραιώνει το αίσθημα ασφάλειας σε ένα παιδί, νιώθει σίγουρο για τις σχέσεις του με τους γονείς του κι αυτό τονώνει την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμησή του. Δημιουργείται επίσης ένα καλό παράδειγμα στον τομέα των σχέσεων και μειώνει το άγχος, καθώς και θωρακίζει την ψυχική του υγεία. Δύο άνθρωποι που κάποτε συναντήθηκαν μπορούν να πάρουν χωριστούς δρόμους, όμως ένα παιδί πρέπει να μπορεί να πάρει την αγάπη και το νοιάξιμο και των δύο στη ζωή του. Ένα παιδί, δεν πρέπει ποτέ να χρειαστεί να διαλέξει.

 

Πηγή φωτογραφίας από την ταινία Κράμερ εναντίνον Κράμερ

Συντάκτης: Ισμήνη Κ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου