Η Σωτηρία Μπέλλου γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1921 στο χωριό Χάλια, λίγο έξω από τη Χαλκίδα, (η σημερινή του ονομασία είναι Δροσιά), σε μια οικογένεια με αυστηρούς γονείς και ιδιαίτερα σκληρή μητέρα. Είχε μεγάλη αδυναμία στον παππού της Σωτήρη, τον παπά του χωριού, ο οποίος τη μύησε στον κόσμο της εκκλησίας και στη βυζαντινή μουσική. Η ίδια βοηθούσε σε όλες τις δουλειές ως παπαδάκι και ψαλτάκι, όπως έλεγε, αφού έψελνε δίπλα στο πλευρό του πατέρα της και του παππού της.

 

Σωτηρία Μπέλλου: Παντρεύτηκε στα 18 και έκανε φυλακή επειδή έριξε βιτριόλι στον σύζυγό της - Fosonline

 

Ατίθασο και ζωηρό παιδί, με τη μητέρα της να της ασκεί σωματική βία για να τη συνετίσει και με την ίδια να το σκάει από το σπίτι και να πηγαίνει στον παππού της. Τραγουδούσε από παιδί και μαγεύτηκε με τη Βέμπο όταν παρακολούθησε μια περφόρμανς της, στην οποία είχε παρακαλέσει τον πατέρα της να την πάει. Τότε, αποφάσισε πως θέλει να γίνει τραγουδίστρια. Καθόταν με ένα σάλι στα μαλλιά μπροστά από έναν καθρέφτη και παρίστανε τη Βέμπο, ενώ η μητέρα της τής φώναζε, τη χτυπούσε και της έλεγε πως «δε θα την κάνει πουτ@ν@». Η ίδια απαντούσε ότι αν η Βέμπο ήταν αυτό που η μάνα της περιέγραφε, τότε το ίδιο ήθελε να γίνει κι εκείνη, απαντώντας στην άνευ λογικής συσχέτιση.

Στα 13 έπεισε τον πατέρα της να της πάρει την πρώτη της κιθάρα και ξεκίνησε να κάνει τα πρώτα της μαθήματα. Η ίδια τραγουδούσε, έπαιζε κιθάρα και κάπνιζε, κάτι που για την εποχή ήταν αδιανόητο για μια κοπέλα στην εφηβεία. Η μητέρα της κάλεσε μια μέρα τον ξάδερφό της, ο οποίος την ξυλοκόπησε άσχημα και την κούρεψε πιστεύοντας έτσι ότι θα τη σταματούσε. Μέχρι που στα 17 της την παντρέψανε με το ζόρι για να τη «δαμάσουν» όπως είχε πει και η ίδια σε συνέντευξή της στην ΕΡΤ.

 

Σωτηρία Μπέλλου, η αντάρτισσα του λαϊκού τραγουδιού - Eviaportal.gr

 

Ο γάμος κράτησε μόλις 6 μήνες. Ο άντρας της ήταν αλκοολικός και τη χτυπούσε. Η ίδια είχε μείνει έγκυος και στον 5ο μήνα της εγκυμοσύνης, μετά από ξυλοδαρμό, απέβαλλε κι έχασε το παιδί της. Μετά από αυτό το περιστατικό, αποφάσισε να εκδικηθεί τον σύζυγό της, αγόρασε ένα μπουκάλι βιτριόλι, πήγε στο καφενείο του χωριού και του το πέταξε στο πρόσωπο τραυματίζοντάς τον. Συνελήφθη κι οι εφημερίδες της εποχής γράψανε για μια παρατημένη σύζυγο που ήθελε να εκδικηθεί. Βρέθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, όπου έμεινε για 6 μήνες, από 3,5 χρόνια που ήταν η αρχική της ποινή.

Έφυγε από το χωριό για την Αθήνα την περίοδο που κηρύχθηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Για να ζήσει, έκανε ό,τι δουλειά έβρισκε· δούλεψε ως καθαρίστρια, έπλενε πιάτα σε μαγαζιά, πουλούσε παστέλια, μέχρι και αχθοφόρος έγινε. Εκεί, είδε και τους Γερμανούς να καταλαμβάνουν την Αθήνα με ναζιστικές σημαίες. Η ίδια, ήταν ανοιχτά αριστερή μέλος του ΕΑΜ κι έλαβε μέρος στη μάχη της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 1944. Αντιμετώπισε συνθήκες φυλάκισης κι απομόνωσης, αφού στην αντιστασιακή της δράση μετέφερε μηνύματα σε γιάφκες και συμμετείχε στην οργάνωση συσσιτίων και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Μάλιστα, η ίδια βασανίστηκε για πολλές ημέρες στα διαβόητα κρατητήρια της οδού Μέριλιν (Αρχηγείο της Γκεστάπο στην Αθήνα).

Το 1947 γνώρισε τυχαία σε ένα ταβερνάκι στα Εξάρχεια και συνεργάστηκε με τον Βασίλη Τσιτσάνη, του οποίου τα τραγούδια αποτέλεσαν από τα σημαντικότερα στην καριέρα της. Ο ίδιος την ανέβασε στο πάλκο να τραγουδήσει και να κάτσει με την ορχήστρα, πράγμα σπάνιο για γυναίκα εκείνη την εποχή. Καθιερώθηκε στη μουσική με επιτυχίες όπως η «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Τα καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», του Βασίλη Τσιτσάνη. Έτσι, έγινε η μεγαλύτερη ρεμπέτισσα της εποχής.

 

Σωτηρία με λένε»: Στιγμές και αναμνήσεις από τη ζωή της Σωτηρίας Μπέλλου

 

Η Σωτηρία ήταν ανοιχτά αριστερή και λeσβία σε εποχές που δεν τολμούσες καν να το ξεστομίσεις. Το 1948 κι ενώ δούλευε στου «Τζίμη του Χοντρού» μια παρέα από χίτες (μέλη της οργάνωσης Χ, φιλομοναρχική, εθνικιστική οργάνωση) της ζήτησαν να τραγουδήσει το φιλοβασιλικό τραγούδι «Του Αϊτού ο γιος». Η ίδια αρνήθηκε κατηγορηματικά και τότε της επιτέθηκαν άγρια έξι άντρες και την ξυλοκόπησαν πάνω στο πάλκο. Την ίδια στιγμή κανείς από την ορχήστρα -ούτε ο ίδιος ο Τσιτσάνης- σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους να την υπερασπιστούν, κάτι το οποίο δεν ξέχασε ποτέ και την πόνεσε πολύ. Πολλοί, αργότερα, είπαν πως αν κάποιος είχε επέμβει εκείνο το βράδυ, θα υπήρχαν σίγουρα νεκροί.

Η καριέρα της γνώρισε κάμψη στη δεκαετία του 1960. Είχε πρόβλημα εθισμού με τον τζόγο αλλά και το αλκοόλ και ξόδευε όλα τα λεφτά της στα ζάρια. Ζούσε μέσα στα μαγαζιά και μπλέκονταν σε καβγάδες, έτσι και σταμάτησαν να τη ζητάνε για δουλειά. Το ίδιο διάστημα έληξε και το συμβόλαιό της με την Columbia, αφήνοντάς τη στο πουθενά και με βαριά κατάθλιψη. Χαρακτηριστική ήταν η συζήτηση που άκουσε από μια παρέα η ίδια σε ένα τρένο, πηγαίνοντας να κάνει κάποια μεροκάματα στην επαρχία, όταν κάποιος είπε «φωνάρα ήταν αυτή άλλα πέθανε». Η ίδια τους ρώτησε για ποια μιλάνε κι αν τη γνωρίζουν. Δεν μπόρεσαν να την αναγνωρίσουν, καθώς η μορφή της είχε αλλάξει τελείως εκείνη την περίοδο.

Τ0 1966 επανήλθε με συνεργασίες όπως με τον Διονύση Σαββόπουλο και το «Ζειμπέκικο», τον Ηλία Ανδριανόπουλο με το «Μην κλαις», και τον Δήμο Μούτση στο «Δε λες κουβέντα». Μέχρι τη δεκαετία του 1980 συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες της λαϊκής και ρεμπέτικης μουσικής.

 

Κάτια Γκουλιώνη: Η Σωτηρία Μπέλλου για 75 μοναδικά λεπτά αναπολεί τη ζωή της | in.gr

 

Τον Μάρτιο του 1993 διαγνώστηκε με καρκίνο του φάρυγγα. Λόγω των οικονομικών προβλημάτων της, αναγκάστηκε να πουλήσει τους δίσκους της στο Κολωνάκι. Ξεπούλησε σε μια ώρα. Έζησε τα επόμενα τρία χρόνια της ζωής της μέσα στο νοσοκομείο με την ίδια να μην αποδέχεται την αρρώστια της και το γεγονός ότι έχασε τη φωνή της. Έφευγε σκαστή από το νοσοκομείο για να πάει να παίξει ζάρια κι επέστρεφε. Δεν το έκανε για τα λεφτά, αλλά για το παιχνίδι. Δεν την ενδιέφεραν τα λεφτά. Όποτε τα κρατούσε στα χέρια της τα έπαιζε άλλα κι όποτε έβλεπε κάποιον δίπλα της με ανάγκη, του τα έδινε μην κρατώντας φράγκο για την ίδια. Έλεγε «έχει ο θεός για μένα».

Απεβίωσε στις 27 Αυγούστου του 1997 στο νοσοκομείο Μεταξά, αφήνοντας πίσω μια τεράστια μουσική κληρονομιά. Η ζωή της εξιστορείται στην αυτοβιογραφία της στο βιβλίο «Σωτηρία Μπέλλου, πότε ντόρτια πότε εξάρες» της Σοφίας Αδαμίδου, κι έχει ερμηνευτεί σοκαριστικά σε παραστάσεις από την Ντίνα Κώνστα παλαιότερα και τώρα στο υπέροχο έργο της Σοφίας Αδαμίδου, «Σωτηρία Με Λένε» από την Κάτια Γκουλιώνη. Η Μπέλλου, με τη μοναδική της φωνή εξιστορούσε τον πόνο του λαού. Πόνο, τον οποίο η ίδια είχε ζήσει στο πετσί της. Ίσως, γι’ αυτό και η φωνή της άγγιξε και θα αγγίζει για πάντα τις καρδιές των ανθρώπων.

Συντάκτης: Ισμήνη Κ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου