Η Ελιζαμπέτ Λουίζ Βιζέ Λε Μπρεν, γνωστή κι ως Μαντάμ Λεμπρέν, υπήρξε εξέχουσα ζωγράφος προσωπογραφιών στη Γαλλία και μία απ’ τις τέσσερις τότε γυναίκες που έγινε δεκτή στη γαλλική ακαδημία σ’ ηλικία 28 ετών. Η τέχνη την οδήγησε στο επίκεντρο των εξελίξεων στο τέλος του 18ου αιώνα, της Γαλλικής Επανάστασης αλλά και της Παλινόρθωσης.

Ως ένθερμη βασιλική αλλά ταυτόχρονα ιδιαίτερα αντισυμβατική καλλιτέχνιδα, υπήρξε ζωγράφος της Μαρίας-Αντουανέτας και του Λουδοβίκου ΙΣΤ’, του βασιλείου της Νάπολης, της αυλής του αυτοκράτορα της Βιέννης, του αυτοκράτορα της Ρωσίας και της Παλινόρθωσης. Στο αφιέρωμα αυτό, θ’ ακολουθήσουμε μαζί τα χνάρια της ζωής, της ιδιαίτερα ταλαντούχας και προκλητικής καλλιτέχνιδας που σφράγισε με τα έργα της μία ολόκληρη εποχή.

Γεννήθηκε στις 16 Απριλίου του 1755 και καθώς στην αστική τάξη δε συνηθιζόταν να ανατρέφουν οι ίδιοι τα παιδιά τους, τη φροντίδα της ανέλαβαν αρχικά αγρότες. Η Ελισάβετ φοίτησε στο σχολείο του μοναστηριού της Αγίας Τριάδας λαμβάνοντας την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση. Ο ζωγράφος πατέρας της, έξι χρόνια αργότερα την πήρε πίσω στο οικογενειακό διαμέρισμα τους στο Παρίσι και βλέποντας τα σχέδιά της προφήτευσε ότι η κόρη του θ’ ακολουθούσε τη δική του καριέρα.

Η μοίρα στάθηκε σκληρή, καθώς ο πατέρας της πέθανε από σηψαιμία μετά από κατάποση οστού ψαριού το 1767. Η δωδεκάχρονη τότε Ελισάβετ προκειμένου διαχειριστεί την απώλεια αυτή, αφοσιώθηκε στη ζωγραφική. Η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε μ’ έναν ευκατάστατο αλλά φιλάργυρο κοσμηματοπώλη, όμως η σχέση του παιδιού με τον πατριό της ήταν δύσκολη.

Ο Gabriel-François Doyen, οικογενειακός φίλος και διάσημος ζωγράφος, την ενθάρρυνε να επιμείνει στην ελαιογραφία ενώ τη σύστησε στον ζωγράφο Gabriel Briard, μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Ζωγραφικής. Εκείνη παρακολουθώντας τα μαθήματά του, σημείωσε εξαιρετική πρόοδο.

Στο Μουσείο του Λούβρου γνώρισε τον Joseph Vernet. «Ακολουθούσα συνεχώς τις συμβουλές του, γιατί ποτέ δεν είχα δάσκαλο», γράφει στ’ απομνημονεύματά της. Η φήμη αυτών των ζωγράφων έγινε το εισιτήριο πρόσβασής της, στις αριστοκρατικές ιδιωτικές συλλογές τέχνης στο Παρίσι. «Θα μπορούσα να συγκριθώ με μια μέλισσα, συγκεντρώθηκαν τόσες πολλές γνώσεις».

Αυτή η δίψα για μάθηση συνεχίστηκε σ’ όλη τη ζωή της καθώς συνειδητοποίησε ότι το χάρισμά της είναι εξελίξιμο. Ήδη, της είχαν αναθέσει πορτρέτα απ’ τα οποία άρχισε να βιοπορίζεται. Ζωγράφισε ένα πορτρέτο της μητέρας της που έμελλε να γίνει ο πρώτος αναγνωρισμένος πίνακάς της το 1770 κι αφού παρουσίασε τα έργα της στην Ακαδημία Saint-Luc, έγινε επίσημα μέλος της το 1774.

Στη συνέχεια οι επισκέψεις της στην γκαλερί του Lebrun για να εμβαθύνει την τεχνογνωσία της, καταλήγουν στο να γίνει ατζέντης της αλλά και σύζυγός της καθώς αν και κακόφημος τζογαδόρος, τον παντρεύτηκε το 1776 για να γλιτώσει απ’ την οικογένειά της. Την ίδια χρονιά, έλαβε την πρώτη της παραγγελία απ’ την Αυλή του αδελφού του βασιλιά και στη συνέχεια, έγινε δεκτή για να εργαστεί στην Αυλή του Λουδοβίκου XVI.

Το 1775 προσέφερε δύο πορτρέτα στη Βασιλική Ακαδημία κι ως ανταμοιβή έγινε δεκτή στις δημόσιες συνεδριάσεις της Ακαδημίας. Τρία χρόνια μετά, γίνεται η επίσημη ζωγράφος της βασίλισσας καθώς κλήθηκε να ζωγραφίσει το πρώτο πορτρέτο της βασίλισσας Μαρίας-Αντουανέτας.

Η ιδιωτική της έπαυλη έγινε πόλος έλξης κι ο σύζυγός της δημιούργησε ένα δημοπρατήριο στο οποίο πουλούσε αντίκες και πίνακες. Η ίδια αναφέρει στ’ απομνημονεύματά της: «Πούλησε τα πορτραίτα μου για 12.000 φράγκα, απ’ τα οποία έλαβα μόνο 6 φράγκα, ενώ τα υπόλοιπα τα τσέπωσε ο σύζυγός μου. Ήμουν τόσο ανέμελη με τα χρήματα που δε γνώριζα σχεδόν καθόλου την αξία τους». Το 1780, η Elisabeth γέννησε την κόρη της Julie και μελλοντική έμπνευση πολλών πορτρέτων. Μάλιστα, λένε ότι συνέχισε να ζωγραφίζει κατά τη διάρκεια των πρώτων συσπάσεων, κρατώντας τα πινέλα της κατά τη διάρκεια του τοκετού.

Αν κι αρχικά απορρίφθηκε καθώς το φύλο της και το επάγγελμα του συζύγου της ως εμπόρου ζωγραφικής ήταν αποτρεπτικοί παράγοντες, το 1783 έγινε τελικά μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Ζωγραφικής και Γλυπτικής, εξαιτίας της παρέμβασης της Μαρίας-Αντουανέτας στον Λουδοβίκο ΙΣΤ’.

Μάλιστα ο πίνακας που παρουσίασε με τίτλο: «Η ειρήνη φέρνει πίσω την αφθονία» απεικόνιζε ένα ακάλυπτο στήθος παρόλο που τα επιτρεπόμενα γυμνά της εποχής ήταν αποκλειστικά για τους άνδρες. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, παρουσίασε τη Μαρία- Αντουανέτα, γνωστή ως “à la Rose” με βαμβακερή μουσελίνα αλλά οι κριτικοί αντέδρασαν στο γεγονός ότι η βασίλισσα απεικονιζόταν με πουκάμισο, οπότε αναγκάστηκε να το αντικαταστήσει μ’ ένα παρόμοιο πορτρέτο αλλά με πιο συμβατικό φόρεμα. Το 1785, ζωγράφισε το πορτρέτο του υπουργού Οικονομικών Charles Alexandre de Calonne για τ’ οποίο πληρώθηκε 800.000 φράγκα.

Σύμφωνα με τη βιογράφο της, η Vigée Le Brun ήταν μια όμορφη γυναίκα, μ’ ευχάριστο τρόπο και χαρούμενη συζήτηση, έπαιζε ένα όργανο, ήταν καλή ηθοποιός, είχε κοινωνικές δεξιότητες που διευκόλυναν την ένταξή της στους κοινωνικούς κύκλους και ένα μεγάλο ταλέντο ως προσωπογράφος που κατείχε την τέχνη να κολακεύει τα μοντέλα της.

Ως μία απ’ τα πρόσωπα της αυλής, ήταν αναμενόμενα αντικείμενο κριτικής και συκοφαντίας. Η φημολογία γύρω απ’ το όνομά της Vigée Le Brun δεν είχε όρια καθώς της είχαν προσάψει ότι είχε δεσμό με τον υπουργό Calonne, αλλά και με τον κόμη de Vaudreuil και τον ζωγράφο Ménageot, ο οποίος μάλιστα με τις αλόγιστες σπατάλες του, πυροδότησε την οργή του βασιλιά Λουδοβίκο ΙΣΤ’. Το 1788 ζωγράφισε το πορτρέτο του ζωγράφου Hubert Robert, το οποίο κατέταξε στα αριστουργήματά της.

Η παράθεση ελληνικού δείπνου στο αρχοντικό της, έγινε αντικείμενο σχολιασμού λόγω της επίδειξης πλουτισμού στην υψηλή κοινωνία. Το 1789, υπό το φόβο της Επανάστασης και καθώς η ιδιωτική της έπαυλη λεηλατήθηκε, εγκαταλείπει το σύζυγό της με τη δική του ενθάρρυνση, αφήνοντας πίσω τους πίνακές της και το ένα εκατομμύριο φράγκα που είχε κερδίσει. Πήρε μαζί της μόνο 20 φράγκα και τη μικρή της κόρη, Τζούλι, όπως αναφέρει στ’ απομνημονεύματά της. Απ’ το Παρίσι φτάνει στη Λυών, μεταμφιεσμένη σ’ εργάτρια, συνεχίζει στη Σαρδηνία και καταλήγει στη Ρώμη.

Παρά το γεγονός ότι ζούσε στην εξορία, συνέχισε να εργάζεται και να ταξιδεύει σ’ όλη την Ευρώπη. Οι παραγγελίες των πορτρέτων της από Ευρωπαίους βασιλείς είχαν αμείωτο ρυθμό κι η καριέρα της απογειώθηκε. Η αεικίνητη Ελιζαμπέτ Λε Μπρεν δημιούργησε περίπου 660 πορτρέτα και 200 τοπία. Πολλά έργα της βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές στην ηπειρωτική Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα περισσότερα εκτίθενται στα πιο σημαντικά μουσεία του κόσμου, όπως στο Λούβρο, στην Εθνική Πινακοθήκη στο Λονδίνο και στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης στη Νέα Υόρκη.

Στα τέλη του 20ού αιώνα, το έργο της μελετήθηκε πολύ, ακόμη κι απ’ τις Αμερικανίδες φεμινίστριες σε μία ανάλυση της πολιτιστικής πολιτικής των τεχνών, μέσω των ερωτημάτων που έθετε η εντυπωσιακή καριέρα της. Ο Άγγλος ιστορικός Colin Jones, θεωρεί ότι η αυτοπροσωπογραφία της ζωγράφου με την κόρη της το 1786, αποτελεί το πρώτο πραγματικό χαμόγελο στη δυτική τέχνη στο οποίο τα δόντια είναι ορατά γι αυτό και στην εποχή του θεωρήθηκε σκανδαλώδες. Η απεικόνιση του κλειστού στόματος ήταν μια πρακτική αναγκαιότητα πριν την πρόοδο της οδοντιατρικής επιστήμης. Για πολλοστή φορά, η Vigée Le Brun παραβίασε τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής της, οι οποίες απαιτούσαν τον έλεγχο του σώματος, ακόμη και στην τέχνη που το προέβαλε.

Όσο για το τέλος του Παλαιού Καθεστώτος που επέφερε η Γαλλική Επανάσταση, η ίδια είχε δηλώσει: «Οι γυναίκες βασίλευαν τότε, η Επανάσταση τις εκθρόνισε». Πέθανε στο Παρίσι το 1842 αλλά το καλλιτεχνικό έργο της θα ζει αιώνια μέσα απ’ τα πορτρέτα της, που αποτελούν καλλιτεχνικό ορόσημο για τη φυσικότητά τους.

Συντάκτης: Κυριακή Σεληνιωτάκη
Επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Πετρόπουλος