Υπάρχει μια φράση χειρότερη κι από τους χρησμούς της Πυθίας. Μια φράση τζόκερ που κατάντησε να κολλάει παντού, ιδίως γύρω από τον τομέα σχέσεις. Είναι κάποιος σε σχέση ή όχι; Σε τι είδους σχέση βρίσκεται; Αγαπά τον άλλον; Ενδιαφέρεται για κάποιον ευθύς εξαρχής; Τι θέλει τελικά από το άλλο άτομο; Τι επιδιώκει με μια συγκεκριμένη συμπεριφορά; Πώς νιώθει; Θέλει να χωρίσει; Τέτοιες ερωτήσεις συχνές, αλλά με μια εξίσου συχνή φράση για απάντηση· «Είναι μπερδεμένο» ή το γνωστό σε όλους μας “it’s complicated”. Μια τόσο αόριστη, εκνευριστική, μα και ιντριγκαδόρικη συνάμα απάντηση, αφού αφήνει τον παραλήπτη της (και κυρίως αν τυγχάνει να είναι κι ο άμεσα ενδιαφερόμενος) να διερωτάται και να ψάχνεται μέσα στα τόσα πιθανά σενάρια που υπάρχουν, ως προς το τι μπορεί να εννοεί το άτομο-Πυθία που τη χρησιμοποιεί.

Το κακό είναι ότι χρησιμοποιείται κι εύκολα. Από τότε που την καταχώρησε και το Facebook μέσα στις επιλογές για το relationship status μας, είναι λες κι επικυρώθηκε κιόλας. Κι ας μην ξέρουμε ακόμη τι ακριβώς σημαίνει και πότε χρησιμοποιείται. Κι ας μη συμφωνούμε ομόφωνα ως προς την ερμηνεία της, το τι περιλαμβάνει και τι όχι. Μας αρκεί που είναι ένας όρος ομπρέλα, μια γκρίζα περιοχή που μας βγάζει από τη δύσκολη θέση σε στιγμές της ζωής μας που ούτε εμείς οι ίδιοι φαίνεται να ξέρουμε τι συμβαίνει.

Πόσο αληθεύει όμως αυτό; Όντως δεν ξέρουμε τι συμβαίνει; Ή κάτι άλλο παίζει στην προκειμένη; Οκ ναι, ότι  υπάρχει μια φάση όπου μέχρι να παρθεί μια απόφαση βρισκόμαστε σε διλήμματα, υπάρχει. Αλλά διαρκεί τόσο πολύ η συγκεκριμένη περίοδος κι είναι τόσο περίπλοκη και χαοτική ώστε να αξίζει έναν ολόδικό της χαρακτηρισμό; Κάτω από ποιες συνθήκες και ψυχολογία κάνουμε χρήση της, είτε λεκτική είτε και πρακτική μέσω της συμπεριφοράς μας, ώστε να περιγράψουμε μια κατάσταση ως περίπλοκη;

Αν προσπαθήσουμε να της δώσουμε μορφή, θα λέγαμε ότι αντιπροσωπεύει ένα χαρτί τράπουλας, το οποίο παίζουμε δίνοντάς του την ιδιότητα του «πάσου», αποφεύγοντας επί της ουσίας να απαντήσουμε στην ερώτηση και μην αφήνοντας και πολλά περιθώρια στον άλλο να ζητήσει περαιτέρω επεξηγήσεις, βγάζοντας έτσι τον εαυτό μας από την άβολη θέση. Εδώ είναι όμως που η κατάσταση αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον. Άβολη και δύσκολη από ποια άποψη; Διότι το θέμα δεν είναι το τι θα απαντήσουμε στον άνθρωπο απέναντί μας ή αν οφείλουμε απάντηση ή όχι, αλλά τι θα απαντήσουμε στον εαυτό μας, ποια είναι η παράλληλη δική μας πραγματικότητα με την οποία θα έρθουμε αντιμέτωποι αν μπούμε στη διαδικασία να δώσουμε περισσότερες επεξηγήσεις κι αναλύσεις.

Ακούγοντάς την και μόνο, τι συναισθήματα δημιουργεί; Τι έμμεσα μηνύματα μεταφέρει; Μπορεί να είναι όρος ομπρέλα, αλλά είναι ποτέ δυνατό να αποδοθεί θετική χροιά στη φράση αυτή; Όταν κάποιος απαντήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο, αμέσως καταλαβαίνουμε πως κάτι δεν πάει καλά, διότι αν πήγαινε καλά, ανάλογης διάθεσης θα ήταν κι η απάντησή του, αν πήγαινε καλά θα ήθελε να το πει, θα το ξεστόμιζε, θα φαινόταν, θα ήταν πρόθυμος ο άνθρωπος αυτός να δώσει λεπτομέρειες και να εξιστορήσει καταστάσεις και γεγονότα που υποστηρίζουν τα λεγόμενά του. Πράγμα που σημαίνει πως την απάντηση που θα ‘θελε να δώσει, αυτή που θα υποδήλωνε πως κι η κατάσταση είναι ωραία, δεν μπορεί να τη δώσει, διότι πολύ απλά δεν είναι η πραγματικότητα, δεν ισχύει, θα ήταν ψέμα. Οπόταν αντί να ξεστομίσει αυτό που φοβάται να ακούσει, πως κάτι δε λειτουργεί ή δεν είναι όπως θα το ήθελε, ή πως κάτι πιθανότατα και να μη λειτουργήσει ποτέ, δηλώνει αντ’ αυτού πως “It’s complicated”, αφήνοντας ένα παραθυράκι ανοιχτό, αφήνοντας να αιωρείται μια πιθανότητα.

Φοβόμαστε πως αν μπαίναμε στη διαδικασία να επεξηγήσουμε την κατάσταση στον άλλο, τότε ίσως ο άλλος να μην μπορούσε να δει γιατί αυτή έχει βαπτιστεί ως περίπλοκη, αφού στα δικά του τα μάτια, στα δικά του τα αυτιά, η απάντηση θα ήταν πιο συγκεκριμένη, πιο απλή, πιο προφανής. Φοβόμαστε πως ίσως και να έχει δίκαιο, ίσως αυτό που βλέπει να είναι η παράλληλη πραγματικότητα που δε θέλουμε να παραδεχτούμε στον εαυτό μας και πως εκείνη τη στιγμή που τα ξεστομίζουμε στον άλλο, θα νιώθουμε λες και μας τσάκωσαν.

Η σκέψη πως ίσως τα πράγματα να είναι πιο ξεκάθαρα, απλά αυτό που υποδηλώνουν είναι που μας φέρνει σε αμηχανία και γι’ αυτό το απωθούμε και δεν το αντιμετωπίζουμε, μας τρομάζει, διότι έπειτα ενδόμυχα θα ήταν σαν να αναγνωρίζαμε και το άσκοπο της υπόθεσης, του γιατί να γίνεται τόση προσπάθεια συγκάλυψής του. Θα ήταν σαν να παραδεχόμασταν πως δεν μπορούμε να αντέξουμε την άβολη κατάσταση που ενδεχομένως να επέλθει, ή τις όποιες συνέπειες μπορεί να υπάρχουν αν πάρουμε μια μη αναστρέψιμη απόφαση, αν προβούμε σε μια επιλογή και μια δήλωση.

Οπόταν καταλήγουμε να αναβάλλουμε τη διαδικασία αντιμετώπισής του, του δίνουμε άλλη ονομασία, σαν να το τοποθετούμε σε ένα μεταβατικό στάδιο και το αφήνουμε να αιωρείται επ’ αόριστον, μέχρις ότου να μπορέσουμε μέσα μας να το δουλέψουμε και να το πάρουμε στην όχθη την οποία ανήκει. Άρα οτιδήποτε το οποίο αδυνατούμε να σκάψουμε βαθιά μέσα μας, οτιδήποτε αρνούμαστε να δούμε, οτιδήποτε αναβάλλουμε να κάνουμε, οτιδήποτε μας πονά και φοβόμαστε να το συζητήσουμε, το βαφτίζουμε έτσι. Κατατάσσοντάς το όμως στην κατηγορία του περίπλοκου, αυτόματα είναι σαν να το κάνουμε και περίπλοκο και του συμπεριφερόμαστε ως τέτοιο. Άλλωστε πρέπει να επιβεβαιώσουμε τους εαυτούς μας σωστά;

Στην πραγματικότητα όμως, τα πράγματα είναι πιο απλά απ’ ό,τι εμείς τα κάνουμε. Στην πραγματικότητα ξέρουμε σε τι φάση βρισκόμαστε. Το είπε κι ο Κομφούκιος, «Η ζωή είναι ουσιαστικά απλή, αλλά εμείς επιμένουμε στο να την κάνουμε περίπλοκη». Ενώ ξέρουμε πώς νιώθουμε, ενώ ξέρουμε τι θέλουμε, το μπλοκάρουμε. Βάζουμε κι άλλες παραμέτρους μέσα στην εξίσωση σε μια προσπάθεια αναβάθμισής του και κάπου χάνεται το νόημα. Διότι μάθαμε πως και τα πιο περίπλοκα έχουν και κατ’ ανάγκη μεγαλύτερη αξία, άρα ίσως και ασυνείδητα να το επιδιώκουμε κιόλας. Κι αρχίζουμε να αμφισβητούμε τον ίδιο μας τον εαυτό σε μια προσπάθεια εξεύρεσης του περίπλοκου. «Μήπως υπάρχει και κάτι άλλο που χάνω; Μήπως δεν είναι τόσο ξεκάθαρο; Μήπως νιώθω έτσι επειδή συμβαίνει το τάδε; Μήπως για να νιώσω αλλιώς θα πρέπει να κάνω το άλλο; Αποκλείεται να είναι τόσο απλό. Αποκλείεται να είναι αυτό. Κάτι άλλο υπάρχει». Ε δεν υπάρχει όμως. Η απάντηση ήταν μπροστά μας από την αρχή, απλά με τόσες άλλες παραμέτρους που προσθέσαμε γύρω της, είναι σαν να την παγιδέψαμε σ’ ένα λαβύρινθο, που όμως η τραγική ειρωνεία είναι ότι απ’ όπου κι αν πηγαίναμε θα καταλήγαμε πάλι στο ίδιο αποτέλεσμα, στην ίδια απάντηση.

Είναι λογικό να διερωτάται κανείς τι πάει να πει  “It’s complicated” όταν μιλάμε για σχέσεις; Δεν είναι δα και καμιά περίπλοκη εξίσωση φυσικής, δεν είναι καμιά σπαζοκεφαλιά για δυνατούς λύτες. Δεν υπάρχει τίποτα το περίπλοκο στο πώς νιώθουμε και τι θέλουμε. Τώρα αν η απάντηση  σ’ αυτά δε μας αρέσει, είναι άλλο θέμα. Ξέρουμε όμως αν νιώθουμε ή όχι κάτι για το άτομο με το οποίο βρισκόμαστε σε σχέση. Ξέρουμε αν επιθυμούμε να έχουμε σχέση με το άτομο που βρίσκεται απέναντί μας. Ξέρουμε και τι είδους σχέση θα θέλαμε να έχουμε. Γνωρίζουμε ποια είναι η μεταξύ μας κατάσταση, άσχετα αν την ονομάσαμε κάπως ή όχι. Ξέρουμε αν θέλουμε να χωρίσουμε, αν βρισκόμαστε στη σχέση που είμαστε από αγάπη, ή ανάγκη ή συνήθεια. Βαφτίζοντάς τα ως “It’s complicated” απλά παρατείνουμε τη χαοτική κατάσταση στην οποία τοποθετήσαμε το ίδιο μας το μυαλό. Απλά κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας, δεν είμαστε ξεκάθαροι προς το άτομο με το οποίο είμαστε, δεν είμαστε ξεκάθαροι στο άτομο με το οποίο θα θέλαμε να είμαστε.

Αν λοιπόν βαρεθήκαμε να ακούμε τη φράση αυτή, καιρός είναι και να σταματήσουμε τόσο να τη δεχόμαστε όσο και να τη λέμε, λες κι είναι κάτι υπαρκτό, με νόημα. Δεν είναι. Είναι φτιαχτό, είναι απλά μια δικαιολογία που χρησιμοποιείται ευρέως και που στο τέλος της ημέρας υποδηλώνει αδυναμία ειλικρίνειας πρωτίστως στον εαυτό μας. Ας λέμε λοιπόν τα πράγματά με το όνομά τους, έτσι για αλλαγή. Και θα δούμε πόσο πιο απελευθερωτικό είναι για εμάς τους ιδίους η παραδοχή της πραγματικότητας στον εαυτό μας.

Συντάκτης: Άννα Μετόχη
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη