Το να χάνει κανείς τον σύντροφό του από τη ζωή, είναι από τα χειρότερα είδη απώλειας που έχει να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος. Κι αυτό γιατί το άτομο καλείται να διαχειριστεί αυτή την απώλεια σε διάφορες μορφές, αφού δεν είναι μόνο η απώλεια του συντρόφου που επιδρά συναισθηματικά, αλλά και το πένθος για την απότομη απώλεια ενός σημαντικού κομματιού του μέλλοντός του και των σχεδίων και ονείρων που έκαναν μαζί. Είναι η απώλεια της σιγουριάς, ασφάλειας, άνεσης, οικειότητας, δεσίματος, επικοινωνίας, κατανόησης κι αγάπης- πράγματα που είχε φτάσει για καιρό να θεωρεί πλέον ως δεδομένα και κεκτημένα του και δε φανταζόταν ποτέ πως θα τα έχανε με τέτοιο τρόπο. Πως ίσως μια μέρα να χρειαζόταν να μπει ξανά στο παιχνίδι των ραντεβού και της αναζήτησης ενός άλλου ανθρώπου με το οποίο να προσπαθούσε να κτίσει όλα αυτά ξανά από την αρχή.

Κι όσο άπιαστο κι ακατόρθωτο κι αν μοιάζει στην αρχή, έρχεται για αρκετούς μια στιγμή που, μετά από πολλή εσωτερική δουλειά και συνειδητοποίηση της κατάστασης και της νέας πραγματικότητας, αρχίζουν να νιώθουν και πάλι την ανάγκη για συντροφικότητα. Μια ανάγκη απόλυτα φυσιολογική, που όμως το πότε θα έρθει, αν έρθει και σε ποια μορφή θα έρθει, εναπόκειται καθαρά στο ίδιο το άτομο. Άλλωστε δεν υπάρχει καμία συνταγή που να λειτουργεί το ίδιο καλά με όλους- ιδίως για κάτι τόσο προσωπικό, έντονο κι ανατρεπτικό. Όταν έρθει όμως εκείνη η ανάγκη, λογικό επακόλουθο είναι το άτομο να προσπαθεί να κατανοήσει πώς μπορεί να ξαναμπεί πάλι πίσω στο συγκεκριμένο παιχνίδι, βρισκόμενος τώρα σε μια τελείως διαφορετική συναισθηματική και πνευματική κατάσταση.

Το αίσθημα της προδοσίας προς τον σύντροφό του είναι από τα πρώτα που κάνουν την εμφάνισή τους. Μια ανησυχία και βαθιά έγνοια πως κάνει κάτι «κακό», πως απατά τον σύντροφό του, πως προδίδει τα σχέδιά τους, πως μειώνει αυτό που είχαν μεταξύ τους, πως πάει να τον αντικαταστήσει. Είναι σκέψεις όμως που, δεδομένου του τι είχε με το συγκεκριμένο άτομο, εμπίπτουν στα πλαίσια του φυσιολογικού. Δε σημαίνει πως επειδή το άτομο έφυγε από τη ζωή, φεύγουν αυτόματα ή διαγράφονται και τα όσα νιώθει και έζησε μαζί του. Ούτε σημαίνει πως αυτά χάνονται επειδή κάποιος ξεκινάει ξανά να βγαίνει ραντεβού. Είναι η άμυνα του οργανισμού μας να «προστατέψει» κάτι που αγαπάμε τόσο πολύ, στην προκειμένη το άτομο που χάσαμε, χωρίς όμως να σημαίνει πως οι πράξεις μας το σπιλώνουν.

 

Get Over It! | eBook


€2,50

-----

 

Σ’ αυτή τη διαδικασία βοηθάει και το να κατανοήσει ο ίδιος από την αρχή τους λόγους για τους οποίους αισθάνεται αυτή την ανάγκη. Αν όντως είναι γνήσια και πηγάζει από μέσα του, αν άρχισε πάλι να επιζητεί μια αγκαλιά, ένα άτομο διπλά του, να μοιράζεται, να διοχετεύει (έστω και δειλά-δειλά) αισθήματα, ερωτισμό κι αγάπη ξανά, τότε σίγουρα το όλο εγχείρημά του θα αποδώσει. Αν όμως διαπιστώσει πως η ανάγκη αυτή πηγάζει από την ανάγκη να γεμίσει το κενό που αισθάνεται, τότε ίσως και να είναι σημάδι πως δεν είναι ακόμη έτοιμος για να αρχίσει να βγαίνει με άλλους ανθρώπους. Κι αυτό θα ήταν απόλυτα κατανοητό, αφού δε σημαίνει πως κάτι τέτοιο αποκλείεται επ’ αόριστον, απλώς σημαίνει πως δεν έχει έρθει η στιγμή του ακόμη. Αυτό, θα γλυτώσει τόσο τον ίδιο από επιπλέον πόνο και ψυχοφθόρες καταστάσεις, που ενδεχομένως να έμπαινε στην προσπάθειά του να «επιβάλει» πράγματα του εαυτού του, αλλά και στο άλλο άτομο.

Σημαντικό ρόλο σ΄ αυτό παίζει και ο περίγυρος του ατόμου. Οι φίλοι, συγγενείς, γνωστοί, τόσο δικοί του όσο και του συντρόφου που απεβίωσε. Αναλόγως της επίδρασης που έχουν οι εν λόγω άνθρωποι, συνδυαστικά και με τα ενοχικά κομμάτια που αναφέρθηκαν πιο πάνω -τα οποία σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί και να ενισχύονταν-, ίσως αποτελέσουν ανασταλτικό παράγοντα για να αφεθεί κανείς να νιώσει ξανά κάτι για κάποιον άλλον άνθρωπο ή αντίθετα να υπάρξουν μοχλός πίεσης για να αισθανθεί γρηγορότερα απ’ όσο ίσως να είναι έτοιμος.

Γι’ αυτό και είναι πάρα πολύ σημαντικό να μη νιώθει την ανάγκη να δώσει λογαριασμό σε κανένα. Κανένας δεν είναι στη δική του θέση και κανένας δε μπορεί να έχει λόγο για το τι νιώθει, πώς πρέπει να πράξει και πότε. Πολλές φορές ίσως από δικές του σκέψεις κι ανασφάλειες ή φοβίες, να ψάχνει για κάποιου είδους επιβεβαίωση, άδεια ή συγκατάθεση. Θεωρεί πως αν τους ακούσει είναι σαν να παίρνει το «οκ», σαν να του δίνουν «άφεση αμαρτιών», όμως αυτό είναι καθαρά μια φτιαχτή ανάγκη λόγω της ευάλωτης θέσης στην οποία βρίσκεται ως «αυτός που έμεινε πίσω».

Έπειτα, όταν ξεκινήσει πιο ενεργά κι έμπρακτα να συναναστρέφεται με εν δυνάμει συντρόφους, είναι πιθανό να μπει -χωρίς να το καταλάβει- σε μια άλλη παγίδα· αυτή της σύγκρισης. Τα ερεθίσματα που λαμβάνει το μυαλό είναι λογικό να ξυπνούν αναμνήσεις, να φέρνουν εικόνες και συναισθήματα του συντρόφου του. Καλό είναι να υπάρξει η συνειδητοποίηση πως αυτό δεν είναι σημάδι ότι το νέο άτομο δεν τον ενδιαφέρει αρκετά και άρα γι’ αυτό το μυαλό ανατρέχει στο παρελθόν. Είναι μια σκέψη, μια ανάμνηση και νοσταλγία που έρχεται στο μυαλό όπως κάθε άλλη. Το πόσο χώρο και χρόνο θα της δώσει κανείς ώστε να τον επηρεάσει, εξαρτάται από τον ίδιο.

Στον αντίποδα πάλι, το ότι δε θα αφήσει κανείς τέτοιες σκέψεις να ριζώσουν μέσα του και να τον εμποδίσουν, δε συνεπάγεται πως έτσι απωθεί το άτομο της ανάμνησης, ή πως το ξεχνά. Δε χρειάζεται κάποιος να ξεχάσει ή να σβήσει ένα τέτοιο όμορφο παρελθόν για να μπορεί να προχωρήσει σε μια νέα σχέση. Κι ούτε πρέπει να μπαίνει σ’ αυτό το τριπάκι, αφού είναι κάτι που πρακτικά δεν μπορεί να γίνει.

Έχοντας αυτό κατά νου, η σύγκριση είναι κάτι που δεν πρέπει να γίνεται αισθητή και σε βάρος του νέου ανθρώπου. Δηλαδή, μπορεί το άτομο αν επιθυμεί να αναφερθεί στο σύντροφο που απεβίωσε, χωρίς όμως αυτό να γίνεται με εμμονικό τρόπο και συχνότητα, αφού κάτι τέτοιο πρώτο θα έκανε το νέο άτομο να νιώθει ανεπαρκές και πως ο άλλος δεν ενδιαφέρεται αρκετά για εκείνον. Δεύτερον θα τον προβλημάτιζε πως ίσως τελικά και να μην είναι έτοιμος ο άλλος να προχωρήσει σε κάτι καινούργιο και τρίτον θα τον έβαζε σε μια διαδικασία ανταγωνισμού μ’ ένα φάντασμα. Συνθήκες καμία εκ των οποίων δε θα βοηθούσε.

Το πόσο γρήγορα μπορεί ένας άνθρωπος να αποκτήσει οικειότητα μ’ ένα νέο άνθρωπο ή όχι, δεν είναι κάτι το σταθερό. Γι’ αυτό και στην περίπτωση που διαπιστώσει κανείς σε μια δύο προσπάθειες που κάνει, πως δε νιώθει πολύ άνετα με τα δια ζώσης ραντεβού, υπάρχει πάντα και η επιλογή της διαδικτυακής γνωριμίας, που είναι μια πολύ καλή λύση για σταδιακή εξοικείωση με την όλη διαδικασία, ιδίως αν έχει παρέλθει και μεγάλο χρονικό διάστημα και το άτομο δεν αισθάνεται έτοιμο να κινηθεί σ’ αυτό το ταμπλό στον πραγματικό κόσμο. Του δίνεται έτσι η δυνατότητα να φλερτάρει από την ασφάλεια και άνεση του δικού του χώρου ώστε να αισθάνεται πως έχει και καλύτερο έλεγχο της κατάστασης.

Όπως σε κάθε στάδιο είναι καλό να αναγνωρίζει τα θέλω του και να πράττει με τρόπο που ενώ προχωρά μεν, το κάνει με τρόπο που να αισθάνεται άνετα και να του βγαίνει φυσικά, το ίδιο ισχύει και όταν φτάσει στο σημείο που αντιληφθεί πως το σώμα του επιθυμεί κι ερωτική συνεύρεση. Αν παρ’ όλο που, τόσο το μυαλό όσο και το σώμα, το επιθυμούν, το φαντάζονται και το προσμένουν, δεν του βγει ακριβώς έτσι ή και καθόλου στην πράξη, δεν υπάρχει λόγος ούτε για ντροπή ούτε για πανικό. Όπως το μυαλό του μπαίνει σε διαδικασία σύγκρισης κι αναμνήσεων, το ίδιο πιθανότατα να κάνει και το σώμα του, άσχετα με το πόσο έτοιμος αισθάνεται ότι είναι.  Σε μια τέτοια περίπτωση, ας μην είναι αυστηρός με τον εαυτό του και ας δώσει απλά περισσότερο χρόνο, εξηγώντας με ειλικρίνεια και στο άλλο άτομο το πώς αισθάνεται.

Το να μπορέσει κανείς να ξαναμπεί στο παιχνίδι των ραντεβού μετά από απώλεια του αγαπημένου του ανθρώπου δεν είναι απλή κι εύκολη υπόθεση. Είναι πολλά που χρήζουν εσωτερικής διαχείρισης από τη στιγμή που ξυπνήσει ξανά η ανάγκη για συντροφικότητα μέχρι την εξεύρεση ενός νέου ανθρώπου και τη δημιουργία σχέσης. Σε κάθε περίπτωση το άτομο πρέπει να θυμάται πως ό,τι και να έγινε, όπως κι αν νιώθει, αξίζει και πάλι να αγαπηθεί, αξίζει και πάλι να αγαπήσει ο ίδιος και να αισθανθεί ξανά, να ζήσει και να ευχαριστηθεί τη ζωή, χωρίς να αισθάνεται ενοχικά απέναντι στο σύντροφο που έχασε. Αρκεί να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του και να αφουγκράζεται τις ανάγκες του σε κάθε φάση που περνά. Χωρίς αυστηρότητα και με κατανόηση. Είναι δύσκολο ναι. Μα είναι πιο δύσκολη μια ζωή που της έχεις αποκλείσει την πρόσβαση στην αγάπη.

Συντάκτης: Άννα Μετόχη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου