«Αισθάνομαι όπως εκείνο το παιδάκι που του έδωσαν ένα μπολ γεμάτο με κεράσια: τα πρώτα τα καταβρόχθισε με λαιμαργία, αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγα, άρχισε να τα γεύεται με βαθιά απόλαυση. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται. Δεν υπάρχουν πια πολλά κεράσια στο μπολ μου. Θέλω να περιτριγυρίζομαι από ανθρώπους που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των άλλων. Ναι, βιάζομαι, για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να μου χαρίσει. Δε σκοπεύω να αφήσω να πάει χαμένο κανένα από τα κεράσια που μου απομένουν. Είμαι σίγουρος ότι ορισμένα θα είναι πιο νόστιμα απ’ όσα έχω ήδη φάει.» (Mário Coelho Pinto de Andrade)

 

Στην αρχή της ζωής μας ζητάμε πολλά πράγματα από πάρα πολλούς ανθρώπους· διαφορετικά παιχνίδια, υποστηρικτικά χάδια, αυθόρμητες αγκαλιές, αχνιστά γλυκά, χρωματιστά μπαλόνια, ξέφρενα πάρτι, φίλους -πάντα ζητούσαμε τόσα χαμογελαστά πρόσωπα να μας περιβάλλουν- κι επαίνους. Από όποιον κι εάν προέρχονταν τα παίρναμε γενναιόδωρα, λέγαμε ευχαριστώ (;), τα καταβροχθίζαμε λαίμαργα και συνεχίζαμε να ζητάμε και να παίρνουμε, μα δεν ήταν τόσο εύκολα κι απλά.

Ήμασταν καλά παιδιά, υπάκουα, συνεπείς μαθητές, δεν ήμασταν καταστροφικοί και συμπεριφερόμασταν ήρεμα και πολιτισμένα. Στο τέλος μας επιβράβευαν γι’ αυτό με λόγια, πράξεις, συναισθήματα ή αντικείμενα. Γινόμασταν ίσως άπληστοι κάποιες φορές και θέλαμε παραπάνω από όσα προσφέραμε ή σε άλλες περιπτώσεις δεν ήμασταν τα πρότυπα που ήθελαν οι γονείς μας και η κοινωνία οπότε έπρεπε είτε να υποκριθούμε, είτε να επιμείνουμε. Αλλά ήμασταν παιδιά και ο κόσμος μας έμαθε πως χρειάζεται να ζητάμε πάντα από τους άλλους να μας δώσουν κάτι, γιατί πολύ απλά δεν ήμασταν σε θέση να το δώσουμε εμείς στον εαυτό μας- αλλά τότε αυτό δεν πείραζε.

 

 

Όλα αυτά όμως τα αιτήματα, μάθαμε έπειτα, καταλάβαμε, μας είπαν μεγαλύτεροι ή το διαβάσαμε κάπου, πως ήταν για να νιώσουμε την αγάπη από τους οικείους μας, από τους ανθρώπους που ακόμα και μία τους λέξη μας έκανε να λάμπουμε. Σαν να μας συντρόφευε πάντα, όταν περπατούσαμε, μια λεζάντα που έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα «ευτυχία» και πορευόμασταν με τη σκέψη της. Αλλά συλλογιστήκαμε ποτέ γιατί κάναμε τόσα για να τους ευχαριστήσουμε εκείνους, τους «σημαντικούς μας άλλους», ώστε να μας χαρίσουν αυτή την ετικέτα;

Το κάναμε επειδή τους είχαμε ανάγκη! Νιώθαμε μέσα μας την άσβεστη ανάγκη για επιβίωση κι αυτή δεν μπορεί παρά να επιτευχθεί με ανθρώπους όπου θα μπορούσαν να μας προστατεύσουν, να μας κάνουν να νιώσουμε ασφαλείς και να μας χαρίσουν (με αντάλλαγμα όμως) την απαραίτητη προσοχή τους ώστε να μπορούμε να υπάρξουμε. Όμως, παραδώσαμε κάποια στοιχεία μας για να καλύψουμε την τότε κατανοητή έλλειψη κι αδυναμία μας όπου κανείς δε μας είπε με ποιον τρόπο μπορούν να μας επιστραφούν· πλέον δεν είμαστε μικρά παιδιά και τώρα αυτό πειράζει. Μάθαμε γιατί αυτό μπορούσαμε να κατανοήσουμε, σε μια ανώριμη αγάπη με έναν χρησιμοθηρικό χαρακτήρα. Αγαπούσαμε τους ανθρώπους επειδή τους χρειαζόμασταν, μα κι εμείς δίναμε δέκτες αυτής της αγάπης και το χειρότερο είναι πως συνεχίσαμε να την επιδιώκουμε και να την προσφέρουμε και στη μετέπειτά μας ζωή.

Πόσο άδικο για εμάς να εξαρτιόμαστε από τα άλλα άτομα για να νιώσουμε συντροφικότητα, να αισθανθούμε πως μας αποδέχονται κι αφοσιώνονται σε εμάς, να κρεμόμαστε από πάνω τους για να χαρούμε, να κλάψουμε και να ζήσουμε. Η θέληση και η αναζήτηση αυτών των χαρακτηριστικών απαιτεί έναν άλλον άνθρωπο αλλά υπό την προϋπόθεση της ισότητας: να στέκεσαι δίπλα δίπλα με τον άλλον, όχι εκείνος να βρίσκεται μπροστά μα ούτε και εσύ, να κρατιέστε χέρι-χέρι αλλά να μη σφίγγει ο ένας τον άλλον για να μπορεί να προχωρήσει, να σέβεται ο ένας τον χώρο του άλλου και να μην τον σέρνει.

Η ανώριμη αγάπη γίνεται ένας εκνευριστικός κι επικίνδυνος κλοιός που μας αφήνει δίχως ανάσα, στερεύει η αναπνοή και το μέσα μας και καταλήγουμε να ζητάμε για βοήθεια εάν δεν είναι ήδη πολύ αργά. Η πηγή όλων των συναισθηματικών μας απαιτήσεων είναι ο άλλος, ο θεοποιημένος εαυτός του άλλου, ο αλάνθαστος και ο αψεγάδιαστος, εκείνος που είναι υποχρεωμένος στο μυαλό μας να μας δώσει όλα εκείνα τα οποία θεωρούμε ή έχουμε εφησυχαστεί πως είμαστε αδύναμοι να δώσουμε εμείς στον εαυτό μας. Αν είμαστε ικανοί να χρειαζόμαστε όμως μόνο αγάπη αλλά να μην μπορούμε να δώσουμε, να μην είμαστε «αγαπητοί» υπό το πρίσμα της συναισθηματικής επάρκειας που προσφέρουμε στον άλλον, τότε η αγάπη μας είναι ανίσχυρη κι ατυχής (Ε. Φρομ).

Η ώριμη αγάπη, εκείνη η γινωμένη από τον χρόνο και τους ανθρώπους, έχει περάσει τις μπόρες του φθινοπώρου και τους απαιτητικούς χειμώνες, έχει υπομείνει την αποπνικτική ζέστη του καλοκαιριού και μπορεί πλέον να αποφέρει καρπούς, όπου το άρωμά τους θα μας κατακλύσει και θα μας κάνει να σταθούμε και να απολαύσουμε το τώρα. Θα παρατηρήσουμε τους ανθρώπους και θα τους αγαπήσουμε όπως τους αξίζει να αγαπηθούν: με ειλικρίνεια και αλήθεια.

Η ώριμη αγάπη δεν μπορεί να είναι ποτέ της ψεύτικη γιατί είναι ζωντανή, ρέει μέσα μας. Η ώριμη αγάπη βλέπει την καταστροφή και δεν τη φοβάται αλλά αντίθετα την προσαρμόζει και μας σώζει, δεν εξαρτάται από τους άλλους αλλά από εμάς τους ίδιους, εμείς οφείλουμε να την καλλιεργήσουμε και να τη ζητήσουμε και να την προσφέρουμε. Ακόμη κι εάν δε μας τη δώσουν απλόχερα, εμείς που αγαπάμε ώριμα μπορούμε να το αισθανόμαστε αυτό, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει αντίκρισμα.

Αυτό που είναι απαραίτητο να απαιτούμε από τον εαυτό μας είναι να είμαστε μια μορφή αγάπης κι όχι να έχουμε μόνο. Η ώριμη αγάπη έχει ανάγκη πρώτα από όλα την αγάπη προς τον εαυτό μας, εξαρτάται από το πόσο διατεθειμένοι είμαστε να αφήσουμε πίσω μας την πλασματική βεβαιότητα της επιβεβαίωσης από τους άλλους. Γιατί κάποια στιγμή θα μαραθεί κι αυτή η στιγμή έρχεται πάντα πιο γρήγορα από όσο την περιμένουμε. Οπότε, προλαβαίνουμε να μεγαλώσουμε την αγάπη μας αρκετά ώστε να είναι ώριμη ή θα αφήσουμε τη ζωή να αναλάβει τη διαπαιδαγώγησή της;

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου