Όσοι γνωρίζουν την αγγλικής παραγωγής σειρά Sherlock Holmes, με πρωταγωνιστή τον Benedict Cumberbatch, πιθανότατα να συμφωνήσουν πως αυτό που σε αιχμαλωτίζει στο συγκεκριμένο ρόλο και τον κάνει τόσο ιδιαίτερο και ζηλευτό, είναι η οξυδέρκεια του μυαλού και κυρίως η αυξημένη παρατηρητικότητα του ηθοποιού, μέσω των οποίων είναι σε θέση να αντλήσει πάρα πολλές και έγκυρες πληροφορίες για το συνομιλητή του σε απίστευτα μικρό χρονικό διάστημα. Παρ’ όλη τη θετική εντύπωση που σίγουρα μας προκαλεί, ενδεχομένως να μας φαντάζει σαν μια μη ρεαλιστική υπερδύναμη, καθώς ο ρόλος προφανώς και προβάλλει την ικανότητα αυτή σε υπερθετικό βαθμό. Εντούτοις, δεν είναι και τόσο επιστημονική φαντασία, καθώς το μυαλό όλων μας διαθέτει στην πραγματικότητα μια τέτοιου τύπου ικανότητα. Σε απλουστευμένους καθημερινούς όρους, είναι αυτό που ονομάζουμε πρώτες εντυπώσεις όταν γνωρίζουμε έναν άνθρωπο και είναι αυτό καθ’ αυτό που παίζει καθοριστικό ρόλο και στις εντυπώσεις που δημιουργούμε για έναν επικείμενο σύντροφο όταν τον πρωτογνωρίσουμε.

Για να μπορέσουμε εμείς να δημιουργήσουμε αυτές τις εντυπώσεις και να καταλήξουμε σε συμπεράσματα, το μυαλό μας έχει ήδη δουλέψει υπερωρίες. Σκεφτείτε το σαν μια αεικίνητη μηχανή, που δουλεύει “on the background” καθώς εμείς συναναστρεφόμαστε. Έχει ήδη συλλέξει αμέτρητες -μη λεκτικές κυρίως- πληροφορίες μέσα σε «χρόνο dt», έχει καταγράψει διάφορα ερεθίσματα που λαμβάνει από το άλλο άτομο, έχει προβεί στους υπολογισμούς του και έχει ήδη καταλήξει ως προς το τι ακριβώς σχέση επιθυμεί να έχει με το άτομο που έχει απέναντί του. Μετέπειτα εμείς το αποκαλούμε διαίσθηση κι ένστικτο, σαν μια έκτη αίσθηση ένα πράμα, το οποίο βρίσκουμε τον εαυτό μας δύσκολο να μπορεί να το επεξηγήσει επειδή ακριβώς όλ’ αυτά γίνονται στο μεγαλύτερο μέρος τους ακούσια, τόσο αυτόματα και υποσυνείδητα που δεν το αντιλαμβανόμαστε, παρά μόνο όταν χρειαστεί να ανατρέξουμε και να ανακαλέσουμε γεγονότα.

Έρευνες δείχνουν πως χρειαζόμαστε μόνο 1/10 του δευτερολέπτου για να σχηματίσουμε μια άποψη για το άτομο με το οποίο συναναστρεφόμαστε για πρώτη φορά. 1/10 του δευτερολέπτου και το μυαλό μας έχει ήδη αποφασίσει αν το άτομο αυτό του είναι παντελώς αδιάφορο, αν το συμπαθεί, του αρέσει και το βλέπει σαν φίλο, αν έλκεται από αυτό και το φαντάζεται σαν επικείμενο σύντροφο, ή αν αισθάνεται απειλή και συνεπώς το εκλαμβάνει σαν εχθρό, μη θέλοντας να έχει καμία σχέση μαζί του.

Αυτά που υποσυνείδητα φιλτράρουμε έχουν να κάνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό με την αύρα που εκπέμπουμε, της οποίας την εικόνα αν φανταζόμασταν, αυτή θα ήταν ενός παζλ. Το πώς χειριζόμαστε το πρόσωπο και τα χαρακτηριστικά του, τα μάτια, το στόμα, τα φρύδια, την ίδια την κίνηση του κεφαλιού, η γλώσσα και η στάση σώματος, ακόμη κι επιλογή των ρούχων μας, το στυλ, τα χρώματα και το πώς κινούμαστε μέσα σ’ αυτά, ο τρόπος που περπατάμε, που τρώμε, που μιλάμε, ο τόνος της φωνής μας, οι παύσεις και ο συγκεκριμένος τρόπος και ύφος προφοράς των λέξεων, αποτελούν κομμάτια του παζλ. Όταν όλα αυτά ενωθούν, δημιουργούν τη σύνθεση της αύρας η οποία μας δίνει μια σχετικά ολοκληρωμένη εικόνα την οποία μπορούμε να αξιολογήσουμε.

Ποιος μπορεί να διαφωνήσει πως ένα ζεστό κι αληθινό χαμόγελο κάνει τον άνθρωπο ελκυστικό και πρόσχαρο; Αντίστοιχα, μάτια και βλέμμα που λάμπουν προδίδουν άτομο με πάθος, χέρια και σώμα που κινούνται ακανόνιστα και παράλληλα με την ομιλία, δείχνουν ζωντάνια και άνεση τσαλακώματος, κι όλα αυτά συνοψίζουν έναν άνθρωπο ευχάριστο, με αυτοπεποίθηση, φιλικό κι άξιο εμπιστοσύνης ενώ δίνουν παράλληλα περισσότερο χώρο στον υπόλοιπο κόσμο να τον προσεγγίσει. Αν φέρετε στο μυαλό σας ένα τέτοιο άνθρωπο που γνωρίσατε πρόσφατα, σίγουρα το παζλ που θα έχετε μπροστά σας θα είναι φωτεινό, ζωηρό, με χρώματα και θετικά αισθήματα.

Αντίθετα, αν εκλαμβάνουμε επιθετικότητα από κάποιον και μπαίνουμε σε μια κατάσταση επιφυλακής, είναι ακριβώς γιατί ο ίδιος μας οδήγησε προς αυτή την κατεύθυνση μέσω του σκληρού, καρφωτού κι επιβλητικού βλέμματος, της σωματικής ακαμψίας, της κάθετης ρυτίδας έκφρασης ανάμεσα στα φρύδια και τις μικρές γραμμές γύρω γύρω από τα χείλη (βλ. θρυλική Meryl Streep στο “The devil wears prada”) που υποδηλώνουν άτομο που συνοφρυώνεται συχνά πιθανότατα λόγω μόνιμης καχυποψίας ή αποδοκιμασίας προς τους άλλους, με μια γενική αυστηρότητα ακόμη και προς τον ίδιο του το εαυτό, που το κατατάσσει εν τέλει στους απρόσιτους.

Στην περίπτωση δε, ατόμων που το μυαλό μας αξιολογεί ως δυνητικούς συντρόφους, τα δεδομένα που καταχωρούνται, αν και συνάδουν σε μεγάλο βαθμό με την πρώτη περιγραφή πιο πάνω, διαφοροποιούνται ελαφρώς. Αδιαμφισβήτητα εδώ, σημαντικό ρόλο παίζει ο παράγοντας ελκυστικότητα και το πόσο άνετα και οικεία νιώθουμε κοντά στο συγκεκριμένο άνθρωπο. Η έννοια της ασφάλειας παίζει καταλυτικό ρόλο στη διαδικασία επιλογής συντρόφου και αυτό είναι κάτι που αυτόματα αναζητά το μυαλό μας από μόνο του, ως αποτέλεσμα του αρχέγονου ενστίκτου επιβίωσης και της ανάγκης μας για αυτοπροστασία. Αναπόφευκτα δε, θα εστιάσουμε και σε εξωτερικά χαρακτηριστικά του ατόμου αυτού τα οποία στα δικά μας μάτια είναι αρεστά, ψάχνοντας υποσυνείδητα πάντα για σημάδια που υποδηλώνουν το πόσο υγιείς είμαστε, πόσο αγαπάμε και προσέχουμε τον εαυτό μας, σημάδια που φανερώνουν το δυναμισμό μας, την αυτοπεποίθησή μας και την εξυπνάδα μας. Το μυαλό μας χρησιμοποιεί ως πυξίδα του τα χαρακτηριστικά αυτά που εμείς επιθυμούμε να έχει ο σύντροφός μας, και έτσι με την πρώτη γνωριμία αρχίζει και «ψάχνει» για τα στοιχεία που είτε θα τα επιβεβαιώσουν είτε θα τα απορρίψουν.

Θα έχετε προσέξει βέβαια πως πολλές φορές, όταν πλέον η διαπίστωση αυτή φτάσει στο συνειδητό μας επίπεδο, μπορεί να προβούμε σε δηλώσεις του τύπου «είχα δίκιο τελικά, σωστά είχα σχηματίσει αυτή την ιδέα, το ένστικτό μου βγήκε σωστό κ.ο.κ». Κι ενώ αυτό αληθεύει και συνδέεται ναι μεν με όλα αυτά τα στοιχεία που επεξεργάστηκε το μυαλό μας, υπάρχει κι άλλη μια εξήγηση. Όσο περισσότερο χρόνο καταλήγουμε να περνάμε με το άλλο άτομο, τόσο περισσότερο εδραιώνεται κι η αρχική μας άποψη κι αυτό γιατί το μυαλό μόλις «κλειδώσει» σε μια ετυμηγορία, καταλήγει στη συνέχεια να ψάχνει για ακόμη πιο πολλά αντίστοιχα στοιχεία και πληροφορίες που θα ενισχύσουν την αρχική του εντύπωση και συνεπώς εστιάζει πιο πολύ σ’ αυτά. Είναι και ο λόγος που δύσκολα αλλάζουν οι πρώτες εντυπώσεις και χρειάζεται συνειδητή προσπάθεια ούτως ώστε να γίνει “rewired” το μυαλό και να επιτευχθεί κάτι τέτοιο.

Για να αντιληφθούμε τη δύναμη του μυαλού και των πρώτων εντυπώσεων, ερευνητές στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης αποκαλύπτουν πως όταν γνωρίζουμε κάποιον άνθρωπο για πρώτη φορά, ενεργοποιούνται οι ίδιοι νευρώνες στον εγκέφαλό μας οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την ανάθεση τιμών σε αντικείμενα. Είναι σαν να μας λένε ουσιαστικά, πώς αυτό που εν τέλει κάνουμε εκείνη την ώρα είναι να προσδίδουμε μια τιμή, μια αξία στο άτομο που έχουμε απέναντί μας. Βάσει αυτής της τιμής καταλήγουμε και στο συμπέρασμα αν ο άνθρωπος αυτός αξίζει τα χρήματα μας, δηλαδή το χρόνο και την προσοχή μας κι αν το θέλουμε στη ζωή μας, πώς το θέλουμε ή αν δεν επιθυμούμε να το εντάξουμε στον κύκλο μας καθόλου.  Συνεπώς, για να μπορούμε να δίνουμε ξεχωριστές και σωστές πρώτες εντυπώσεις που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητά μας, οφείλουμε στον εαυτό μας να τον έχουμε πρώτα εμείς δουλέψει, ανακαλύψει και διαμορφώσει, ούτως ώστε να είμαστε σε θέση να εκπέμψουμε τέτοια αυθεντικά χαρακτηριστικά που θα ταυτίζονται με το ποιοι πραγματικά είμαστε και τι επιθυμούμε και θα δίνουν στον άλλο λόγους να θέλει να μας προσεγγίσει, να μας εμπιστευτεί και να μας αξιολογήσει υψηλά.

 

Συντάκτης: Άννα Μετόχη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου