Σήμερα θα κάνουμε μια μουσική βουτιά στα άδυτα ενός αδιαμφισβήτητα πασίγνωστου κλασικού τραγουδιού, που όλοι γνωρίζουμε και που μου είναι δύσκολο να πιστέψω πως υπάρχει άνθρωπος ο οποίος να μην ανατριχιάζει ολόκληρος στο άκουσμα μιας τέτοιας καθηλωτικής μελωδίας. Ο λόγος για το ιταλικό τραγούδι Caruso. Κι αν το όνομα δε σας λέει κάτι, τη μνήμη σας θα φρεσκάρει η συναρπαστική ερμηνεία ενός από τους πλέον αναγνωρισμένους τραγουδιστές όπερας, του Luciano Pavarotti, που ακολουθεί στο τέλος του άρθρου. Αν μετά απ΄ αυτό, εξακολουθείτε να βρίσκεστε μαζί μου και δε σας έχω χάσει κάπου μεταξύ 2ης και 10ης φοράς “replay”, σας συγχαίρω, διότι προσωπικά με μαγνητίζουν σε τέτοιο βαθμό οι στίχοι και η μελωδία του συγκεκριμένου τραγουδιού, που μου είναι σχεδόν αδύνατο να μην παρασυρθώ απ’ τη σαγήνη του και να μην πέσω στη λούπα της επανάληψης.

Αν και πολύ διαδεδομένο τραγούδι, με τεράστια επιτυχία, λίγοι γνωρίζουν πως αυτό ανήκει στον Ιταλό μουσικό, τραγουδιστή και στιχουργό Lucio Dalla, κι ακόμα λιγότεροι ξέρουν την ιστορία πίσω από το συγκεκριμένο τραγούδι. Λέγεται πως το Caruso ήταν το καλύτερο απ’ όλα τα τραγούδια που κυκλοφόρησε ο Dalla, πράγμα διόλου δύσκολο να πιστέψει κανείς, αφού με την κυκλοφορία του το 1986, οι πωλήσεις του ανέβηκα στα 9 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Ένα τραγούδι το οποίο ερμήνευσε τόσο ο ίδιος, αλλά και το οποίο θα δούμε να ερμηνεύεται ανά τα χρόνια σε διάφορες παραλλαγές, από άλλους αξιόλογους τενόρους και σοπράνο (όπως ο Andrea Bocelli, η Lara Fabian και ο Placido Domingo, με την πιο γνωστή απ΄ όλες αυτήν που ήδη αναφέρθηκε του Pavarotti), αλλά και μουσικούς οι οποίοι ενορχήστρωσαν το συγκεκριμένο κομμάτι, ακόμη και σύγχρονους όπως ο αξιόλογος Κροάτης βιολοντσελίστας Stjepan Hauser.

 

 

Ο Dalla, περνώντας τα περισσότερα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας στις νότιες ακτές και νησιά της Ιταλίας, κατέληξε αργότερα να αντλεί την έμπνευσή του κυρίως από ερεθίσματα που του δημιουργούσαν τα τοπία με θέα τη θάλασσα. Εξού κι αν δώσουμε σημασία στους στίχους του τραγουδιού, θα διαπιστώσουμε πως γίνεται αναφορά στον κόλπο του Σορρέντο (νότια πόλη της Ιταλίας), όπου και διαδραματίζεται η ιστορία. Όπως αποκάλυψε ο ίδιος σε συνέντευξή του σε τοπική ιταλική εφημερίδα, το τραγούδι Caruso γράφτηκε ένα απόγευμα καλοκαιριού του 1986, ενώ ο Dalla βρισκόταν σε διακοπές σ’ ένα ξενοδοχείο στο Σορρέντο. Εμπνεύστηκε το συγκεκριμένο τραγούδι από μια ιστορία που του είχε πει ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, σχετικά με τον Ιταλό τενόρο Enrico Caruso, με αφορμή το γεγονός πως κι ο Caruso είχε διαμείνει προηγουμένως στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο, -και μάλιστα στην ίδια σουίτα που διέμενε εκείνη την περίοδο κι ο Dalla- για ένα χρονικό διάστημα προτού πεθάνει από καρκίνο, τον Αύγουστο του 1921 σε ηλικία 48 ετών.

Παρ’ όλες τις ταλαιπωρίες που ο Caruso αντιμετώπιζε λόγω του καρκίνου, αλλά και τις δυσκολίες που είχε στο γάμο του (καθώς η γυναίκα του τον είχε χωρίσει για χάρη ενός άλλου άντρα κι έτσι βρέθηκε να μεταναστεύει στην Αμερική όπου εν τέλει διέπρεψε), συνέχιζε να τραγουδά και να παραδίδει μαθήματα τραγουδιού. Προς το τελευταίο έτος της ζωής του, γνώρισε μια κοπέλα, μαθήτριά του και πολύ νεότερή του, με την οποία ενθουσιάστηκε και σταδιακά την ερωτεύτηκε παράφορα, ένας έρωτας όμως που παρέμεινε ανεκπλήρωτος.  Ο Dalla θέλησε μέσα από το τραγούδι του, να δώσει μια πιο ρομαντική πτυχή των τελευταίων ημερών ζωής του Caruso. Μ’ αυτό ουσιαστικά, αφηγείται την τελευταία νύχτα που πέρασε ο Caruso τραγουδώντας με την κοπέλα αυτή, τον πόνο και τις επιθυμίες ενός ετοιμοθάνατου άντρα που βλέπει τη ζωή που χάνει και το μέλλον που δε θα έχει, μέσα στα σαγηνευτικά πράσινα μάτια μιας όμορφης νεαρής κοπέλας.

Αναφέρεται στη νύχτα αυτή ως μια όμορφη ζεστή καλοκαιρινή νύχτα του Αυγούστου, κατά την οποία ο Caruso μαγεμένος από το θαυμασμό με τον οποίο τον κοίταζε η νεαρή κοπέλα καθώς τραγουδούσε, αποφάσισε να πάρει το πιάνο του και να βγουν στη βεράντα του ξενοδοχείου, έχοντας για θέα το λιμάνι. Εκεί, τραγουδώντας για το υπόλοιπο της βραδιάς, έκανε ουσιαστικά μια εξομολόγηση των συναισθημάτων του, μια παθιασμένη δήλωση αγάπης, αλλά και πόνου και ταλαιπωρίας παράλληλα, εξαιτίας του επικείμενου τέλους του. Μιλά για τα φώτα των σκαφών στο λιμάνι, τα οποία αρχικά του θύμισαν τα νυχτερινά φώτα της Αμερικής (έμμεσος φόρος τιμής στον Caruso για την επιτυχία που γνώρισε στην Αμερική) και για το φεγγάρι, πόσο φωτεινό και μεγάλο πρόβαλε, τόσο που ακόμη κι ο θάνατος μπροστά του φαινόταν λίγος.

Μέσα από το τραγούδι του Dalla λοιπόν, ο Caruso παρουσιάζεται να δίνει την τελευταία του συναυλία επάνω στη βεράντα του ξενοδοχείου, έχοντας το καλύτερο κοινό που θα μπορούσε να έχει, τη νεαρή κοπέλα στην αγκαλιά του, με θέα το λιμάνι, τα αστέρια και το φεγγάρι.

Η ανακάλυψη μιας τόσο όμορφης και συναισθηματικά φορτισμένης ιστορίας, πίσω από ένα ήδη μαγευτικό τραγούδι, μόνο περισσότερο δέος μπορεί να προκαλέσει. Ακούγοντας κάποιος το τραγούδι άλλη μια φορά, έχοντας όμως τώρα κατά νου τη δραματική μεν αλλά ρομαντική αυτή ιστορία, κατά πάσα πιθανότητα θα βιώσει ακόμη εντονότερο αυτό το διαπεραστικό ανατρίχιασμα που βίωσε προηγουμένως, αφού πλέον την υπέροχη αυτή μελωδία τώρα θα συνοδεύουν κι εικόνες, κάνοντας την όλη εμπειρία ακόμη πιο ζωντανή και πιο ρεαλιστική.

 

Συντάκτης: Άννα Μετόχη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου