Το πιο πιθανό είναι οι περισσότεροι από εμάς να μεγαλώσαμε με την ιδέα ότι ερωτικός προσανατολισμός σημαίνει κάποιος να προτιμά άτομα είτε του ίδιου είτε διαφορετικού φύλου, αγνοώντας μάλιστα και τη διαφορετική έννοια των λέξεων «ερωτική προτίμηση» και «ταυτότητα φύλου». Κάπου στην πορεία όμως, λίγο από γνωστούς, λίγο από φίλους, ψάξιμο ή και προσωπική εμπειρία ενδεχομένως ανακαλύψαμε πως όπως τα πράγματα σε διάφορους άλλους τομείς της ζωής δεν είναι ποτέ άσπρο-μαύρο, έτσι και στον τομέα αυτό η πραγματικότητα βρίσκεται κάπου ανάμεσα στις αποχρώσεις του γκρίζου.

Τις διάφορες αυτές αποχρώσεις επιχείρησε να προβάλει ο Dr. Alfred Kinsey σε έρευνα που πραγματοποίησε το 1948, κατά την οποία εξέτασε τις ερωτικές ιστορίες και προτιμήσεις χιλιάδων ανθρώπων σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, με σκοπό να τους κατατάξει σε ετερο-φυλόφιλους, αμφι-φυλόφιλους και ομο-φυλόφιλους. Τα ευρήματα της έρευνας υπέδειξαν πως οι σκέψεις, οι προτιμήσεις και τα συναισθήματα ενός ανθρώπου προς ένα άλλο άτομο ίδιου ή αντίθετου φύλου, δεν ήταν πάντα σταθερά μέσα στον χρόνο. Οπόταν κατέληξε στη δημιουργία μιας κλίμακας με περισσότερες από 3 βαθμίδες, ένα φάσμα ουσιαστικά σταδίων ξεκινώντας από το ένα άκρο, αυτούς που ήθελαν καθαρά άτομα του ίδιου φύλου στο άλλο άκρο, εκείνους που ήθελαν του αντίθετου.

Παρ’ όλο που το γράφημα του Kinsey δε χρησιμοποιείται επίσημα σαν τρόπος για να ανακαλύψει κανείς σε ποιο φάσμα της κλίμακας εμπίπτει, αλλά ούτε και καλύπτει προφανώς όλες τις περιπτώσεις της ταυτότητας ενός ατόμου, εντούτοις υποδηλώνει μια σημαντική παρατήρηση, πως οι άνθρωποι δεν είναι δυνατό να καταταχθούν όλοι είτε ως αποκλειστικά ετερο-φυλόφιλοι είτε ως αποκλειστικά ομο-φυλόφιλοι. Ουσιαστικά αναγνωρίζει την ύπαρξη ατόμων που εμπίπτουν κάπου ανάμεσα στο φάσμα αυτό των δύο άκρων. Και κάπου εδώ είναι που η παραδοχή αυτή ήρθε να ανατρέψει την απολυτότητα την οποία ο κόσμος είχε κατά νου και αντ’ αυτού ισχυρίζεται πως μια κανονική κατανομή των ερωτικών προτιμήσεων του κόσμου εμπίπτει στα πλαίσια της συγκεκριμένης κλίμακας.

Υπάρχει ένας όρος, ο οποίος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τα άτομα τα οποία εμπίπτουν σ’ αυτό το φάσμα. Ο όρος αυτός είναι queer και έχει τις ρίζες του στον 16ο αιώνα, όταν χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει κάτι παράξενο ή ιδιόμορφο στον χαρακτήρα και συμπεριφορά ορισμένων ατόμων. Έπειτα κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’80 με αρχές δεκαετίας του ’90, γινόταν ευρεία χρήση της λέξης και προσέδιδε ένα αρνητικό, προσβλητικό και υποτιμητικό χαρακτηρισμό προς τα άτομα στα οποία απευθυνόταν. Φτάνοντας στο σήμερα, πλέον αποδίδεται σ’ αυτούς των οποίων ο προσανατολισμός και ταυτότητα φύλου δεν εμπίπτουν στις καθιερωμένες ιδέες και τη νόρμα και μ’ αυτό νοούνται τα δύο άκρα της κλίμακας. Τοποθέτηση αρκετά γενικευμένη αλλά ρεαλιστική, καθώς ανά το παγκόσμιο προσδίδεται διαφορετική ερμηνεία στη σημασία της λέξης αναλόγως του ποιος τη χρησιμοποιεί και σε τι αναφέρεται. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η λέξη queer χαρακτηρίζει ένα άτομο το οποίο δεν προτιμά άτομα του ίδιου φύλου και μόνο, αλλά κάτι διαφορετικό, χωρίς όμως να του προσδίδει οποιοδήποτε άλλο χαρακτηρισμό.

Μάλιστα τα άτομα τα οποία ανήκουν στην κοινότητα LGBQTIA+ μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον όρο σαν χαρακτηρισμό του εαυτού τους, εννοώντας κυρίως τη διαφοροποίηση τους από την ετερο-φυλοφιλική κοινότητα. Λειτουργεί δηλαδή, περισσότερο ως όρος ομπρέλα κάτω από τον οποίο υπάρχουν άλλες κατηγοριοποιήσεις, ενώ παράλληλα μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί και για αναφορά προσανατολισμού ατόμων. Ακριβώς εξαιτίας της γενικευμένης έννοιάς του, της δυνατότητας δηλαδή να σημαίνει οτιδήποτε εκτός από straight χωρίς όμως παράλληλα να υποδηλώνει μια συγκεκριμένη κατηγορία της αντίπερα όχθης, άτομα τα οποία αυτοπροσδιορίζονται ως queer αντιμετωπίζονται στερεοτυπικά με περισσότερη δυσπιστία.

Κι αυτό γιατί φαίνεται να δημιουργείται μια ανάγκη στον κόσμο, να μπορεί κανείς να είναι σε θέση να βάλει μια ταμπέλα στον εαυτό του, κατηγοριοποιώντας τον εαυτό του κάπου στις καθιερωμένες γενικευμένες και απόλυτες ιδέες ενός οποιουδήποτε προσανατολισμού. Αν αναλογιστούμε ότι πολύς είναι ο κόσμος που χρησιμοποιεί αποκλειστικά τον διαχωρισμό σε προτιμήσεις του ίδιου ή διαφορετικού φύλου για να αναφερθεί σ’ ένα άτομο, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτόματα δημιουργείται και μια προσμονή επιλογής ενός εκ των δύο.

Είναι λες και υπάρχει μια αόρατη πίεση στα άτομα να διαλέξουν στρατόπεδο και να είναι σε θέση να πουν ξεκάθαρα πού ανήκουν, διαφορετικά κινδυνεύουν να μη γίνονται αποδεκτοί από καμία κοινότητα, ούτε αυτή των ετεροφυλόφιλων αλλά ούτε κι αυτήν των LGBTQIA+, λόγω αδυναμίας κατηγοριοποίησης του εαυτού τους. Σκεφτείτε μόνο πόσους μη straight ανθρώπους γνωρίζετε ή για πόσους μπορεί να έχετε ακούσει, οι οποίοι ανατρέχουν δεξιά κι αριστερά, από διαδίκτυο μέχρι σε ειδικούς, σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσουν πώς νιώθουν, από ποιους ανθρώπους έλκονται και τι προτιμούν, ώστε να κατατάξουν κάπου τον εαυτό τους, διαφορετικά είναι λες και μένουν χωρίς ταυτότητα. Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα γιατί να υπάρχει ευθύς εξαρχής αυτή η ανάγκη να δώσουμε ένα όνομα σ’ αυτό που ο κόσμος αισθάνεται και είναι, λες κι αυτό αμέσως είτε προσδίδει είτε αφαιρεί αξία από το άτομο;

Σκεφτήκαμε ποτέ πως αν θέλαμε ντε και καλά να κατηγοριοποιήσουμε τους ανθρώπους βάσει ερωτικού προσανατολισμού και ταυτότητας, τότε ας αποδεχόμασταν απλώς πως υπάρχουν οι αυστηρά straight και οι διαφορετικοί; Που σε απλούς όρους θα σήμαινε πως υπάρχουν άτομα που δεν είναι straight, χωρίς όμως να είναι απαραίτητη η ανάγκη να τους ονομάσουμε αλλιώς. Το γεγονός και μόνο ότι τα συγκεκριμένα αρχικά τα τελευταία χρόνια αλλάζουν και σ’ αυτά προστίθενται διαρκώς κι άλλα γράμματα τα οποία αναφέρονται και σε μια «νέα κατηγορία» ατόμων, διευρύνοντας έτσι το φάσμα ώστε να μπορεί να καλύπτει κι άλλους ανθρώπους, υποδηλώνει πως ίσως είναι αδύνατο να μπορέσουμε να ονομάσουμε και να κατηγοριοποιήσουμε τα άτομα βάσει της ερωτικής τους ταυτότητας.

Όσο τετριμμένο κι αν ακούγεται, το κύριο ζητούμενο είναι οι άνθρωποι να νιώθουν ελεύθεροι και να ξέρουν πως μπορούν να είναι όπως είναι και να θέλουν ό,τι θέλουν, είτε αυτό έχει όνομα, όρο, κατηγορία είτε όχι. Σε κάθε περίπτωση, καλό είναι να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας πως η συγκεκριμένη ταυτότητα είτε υπάρχει είτε όχι, είναι απλώς μια από τις πολλές που φέρει ένας άνθρωπος. Δεν είναι η μόνη και σίγουρα δε θα έπρεπε να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα απ’ ότι οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα του ατόμου. Αλίμονο αν η δυνατότητα και το δικαίωμά μας να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε εξαρτιόταν από μια ταμπέλα που είτε εθελοντικά θα βάζαμε στον εαυτό μας είτε θα μας προσέδιδε η ίδια η κοινωνία.

Συντάκτης: Άννα Μετόχη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου