Εκείνη η επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

 

Γράφει η Αντιγόνη.

 

 

Σε εσένα που με άγγιξες.

Δεν ήταν βράδυ. Δεν ήταν επειδή μου έριξες στο ποτό μου στο μπαρ χαπάκι. Δεν ήσουν ζαλισμένος, ούτε υπό καμία επήρεια, όχι ότι αυτό θα σε δικαιολογούσε. Ήσουν στο γραφείο σου, ήρεμος και σταφιδιασμένος, ένα απόγευμα μετά το μάθημα. Κάτι είπες για την εξέταση που με έκοψες με 4, ούτε θυμάμαι. Κάτι είπα για επιείκεια, ούτε θυμάμαι τώρα, γαμώτο. Κάτι είπες για επιείκεια στα όμορφα κορίτσια. Θυμάμαι μόνο όλο το σώμα μου να σφίγγεται καθώς σηκώθηκες και με πλησίασες. Θυμάμαι μόνο τη φωτογραφία της κόρης σου πάνω στο γραφείο να με κοιτά με συμπόνοια κι ένα χέρι να περνά από τα μαλλιά στους ώμους μου και να συνεχίζει προς τα κάτω.

Δεν κουνήθηκα, δε μίλησα. Δεν ήξερα τι… Δεν μπορούσα. Δε σε κοίταξα στα μάτια ποτέ γι’ αυτά τα πέντε λεπτά. Είχε φτάσει το χέρι σου πλέον τόσο χαμηλά, όσο χαμηλά ένιωθα την αξιοπρέπειά μου. Με έσφιγγες, με τοποθετούσες σε θέσεις και σημεία που σε βόλευαν, γιατί δεν ήσουν δα και το πρώτο μπόι. Δε χρειαζόταν τόση προσπάθεια, γιατί είχα παγώσει. Τα ρούχα δε βγήκαν, λίγο κατέβηκε το τζιν γιατί ένιωθα το κρύο μέταλλο να χτυπάει το αριστερό μου μπούτι. Ένα, δυο, τέλος. Ίσα να πεθάνω λίγο, είχες ήδη φύγει από πάνω μου.

Τινάχτηκα, κουμπώθηκα κι έτρεξα. Δεν ξέρω πού έφτασα, δεν ξέρω πού πήγα, θυμάμαι να κατεβαίνω τους οχτώ ορόφους σαν τρελή. Ξέρω μόνο ότι άφησα μέσα στο γραφείο σου δυο βιβλία της σχολής- το ένα δικό σου, ένα τετράδιο σημειώσεων, λίγη αξιοπρέπεια και τους στόχους μου για το πτυχίο.

Γιατί δεν τόλμησα να ξαναπατήσω στη σχολή για πολλά χρόνια. Δεν τόλμησα να το πω σε κανέναν για 10 χρόνια παρά ένα μήνα. Έφτασα να αλλάξω  όνειρα και καριέρα. Έφτασα να αγαπήσω τον σύντροφό μου, να παντρευτώ, να κάνουμε τον γιο μας αλλά πού και πού να νιώθω εκείνο το κρύο μέταλλο στο αριστερό μου μπούτι. Αλλά ήρθε η στιγμή και δεν αντέχω άλλο να σε φοβάμαι. Μίλησε η Σοφία και θα μιλήσω κι εγώ και θα μιλήσουμε όλες.

Γιατί όχι τότε, ρωτάνε; Γιατί από την αηδία περνούν χρόνια που πάει κάποιος να σε αγγίξει και θέλεις να κάνεις εμετό. Γιατί από τον φόβο δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσουν οι δικοί σου άνθρωποι. Γιατί από την απογοήτευση, δεν τολμούσα να μιλήσω σε άντρα που έστω και λίγο μου θύμιζε εσένα. Και είστε παντού εσείς. Είστε μέσα στις δημόσιες υπηρεσίες και τα δικαστήρια, είστε στην αστυνομία. Σε ποιον να ανοιγόμουν πριν 10 χρόνια και να ήθελε να ακούσει, σε ποιον σταφιδιασμένο άντρα που δε σου έμοιαζε και δε θα ήθελε να σε καλύψει;

Ναι, πέρασαν χρόνια και δε θέλω να μάθω σε πόσες άλλες το έκανες. Ίσως για να προστατεύσω τον εαυτό μου από την σκέψη ότι θα μπορούσα να σώσω ένα κορίτσι. Αλλά δεν είναι αργά. Και κυρίως δεν είναι αργά, γιατί μέσα από εμάς θα πάρουν θάρρος κι άλλες. Μέσα από εμάς θα μάθουν τα αγόρια μας να μην κάνουν ποτέ κάτι παρόμοιο. Γιατί στο ορκίζομαι, αν μάθαινα ότι ο γιος μου σού έμοιαζε έστω και λίγο, πρώτη εγώ θα τον διέλυα με τα ίδια μου τα χέρια, αφού δεν τόλμησα να διαλύσω εσένα.

Και τώρα φοβάμαι, ίσως να μην πάψω και ποτέ να σε φοβάμαι. Αλλά εύχομαι να σε σκέφτομαι πιο σπάνια. Αυτό εύχομαι. Τώρα που αρχίζουμε μία-μία να μιλάμε, να μπορούμε να κοιμηθούμε πιο εύκολα, χωρίς να σε σκεφτόμαστε. Κι εσύ να μην μπορείς να κλείσεις μάτι, γιατί πλέον θα μας σκέφτεσαι εσύ και θα φοβάσαι. Άντε στον διάολο τώρα!