Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

Γράφει η Δέσπω. 

 

Υπάρχουν ώρες που ονομάζονται μικρές, αλλά μόνο τέτοιες δεν είναι. Είναι αυτά τα δευτερόλεπτα που κυλάνε βασανιστικά αργά ως το 60” κι έχεις την αίσθηση πως σε πονάνε σαν πρόκες που καρφώνονται στο μάτι οι λεπτοδείκτες. Είναι οι ώρες που δε σ’ αφήνουν να ησυχάσεις, να σκάσει λίγο το μυαλό, να πάψει να μουρμουρίζει, να ηρεμήσει ο νους από τις φουρτούνες. Συνήθως ευθύνεται ένα πρόσωπο γι’ αυτή τη βραδινή ταραχή, εκείνο που τη μορφή του προσπαθείς όλη μέρα να διώξεις από μέσα σου, μέχρι να κάτσεις στον καναπέ το βράδυ. Τότε, είναι που δεν μπορείς να ξεφύγεις από πουθενά.

Η ώρα είναι περασμένη μία. Έτσι κι εγώ παλεύω να βγάλω τη νύχτα, αγκαλιά με τις σημειώσεις μου, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο μήπως και δω το πρώτο φως της μέρας, που σηματοδοτεί και τη δική μου λύτρωση. Προφανώς και δε θα έρθει. Τη μέρα όλα είναι φωτεινά, τη μέρα κάτι συμβαίνει και ξεγελάω τον εαυτό μου πως σε έχω ξεπεράσει, πως δε σε σκέφτομαι. Έρχεται όμως το βράδυ, εκείνες οι μικρές ώρες που λέγαμε, κι οι σκέψεις μου κάνουν πάρτι. Τα βράδια, λοιπόν, χωρίς πάντα να το επιλέγω, κάνω απολογισμό και μια ευχή, σαν μάντρα, λες κι αν την επαναλάβω θα λειτουργήσει κι ίσως πάρει σάρκα και οστά.

 

 

Μην παραιτηθείς από εμάς, μη μας αφήσεις να ξαναχαθούμε. Πάλεψε όπως δεν πάλεψες ποτέ ξανά για κανέναν. Πάλεψε, όμως, με νύχια και με δόντια. Για να είμαστε μαζί. Μας αξίζει, δεν το βλέπεις; Από το λίγο, μα πολύτιμο χρόνο που ξοδέψαμε ο ένας στα τραύματα του άλλου, ως την πολύτιμη κατανόησή τους. Από τα λόγια που έλεγαν τα μάτια μας χωρίς να χρειαστεί ν’ ανοίξουν τα χείλη μας για να μιλήσουν. Από τις συζητήσεις που τελειωμό δεν είχαν, μα αναγκαστικά διακόπτονταν, γιατί μας έβρισκε το ξημέρωμα. Από τα γέλια που κάναμε μαζί, λες κι ήμασταν μικρά παιδιά, χωρίς έγνοιες και προβλήματα.

Είναι άδικο ν’ αφεθείς στην καθημερινότητά σου, να παραιτηθείς από φόβο. Μείνε, πάλεψε για μας. Γίνε ο ήρωας κι όχι ο κομπάρσος. Έλα να βγούμε απ’ τη μιζέρια, να γεμίσει ο καναπές κι η μεριά σου στο κρεβάτι, να γίνουν οι μικρές ώρες μεγάλες και τα πρωινά να μην ξυπνάμε με φόβο ότι θα ξαναπέσουμε στο μαξιλάρι δίχως ύπνο.

Παρακαλώ, ικετεύω νοερά, άνθρωπος είμαι και ‘γω και φοβάμαι. Φοβάμαι, πως ίσως πάλι εγώ να δίνω μεγαλύτερη αξία στην ιστορία που ζήσαμε και ‘συ απλώς να έψαχνες κάτι για να καλύψεις τα κενά σου, να εισπράξεις επιβεβαίωση. Άνθρωπος είσαι κι εσύ και φοβάσαι. Ίσως έτσι να συμβαίνει μεταξύ δυο που ενώνονται από φόβο, ίσως αυτό να είναι που μας έφερε κοντά. Θα περάσω όμως κι αυτή τη νύχτα επιλέγοντας να μην το πιστέψω. Άλλωστε ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τους ορισμούς και τα ξεκάθαρα. Σκορποχώρι σ’ αγκαλιές, τους μπέρδευα και πίστευαν κι αυτοί πως κάτι μεγάλο αισθάνονται. Μα πόσο μπορεί να ζει κάποιος με αυταπάτες; Έρχεται κάποια στιγμή η συνειδητοποίηση του απόλυτου κενού, της έλλειψης συναισθημάτων, σαν να ξυπνάνε από έναν λήθαργο και δε θέλουν άλλο να ξεγελούν τον εαυτό τους. Κι εμείς; Αυτό ήμασταν;

Αρνούμαι να παραιτηθώ απ’ όσα είχαμε, από αυτό που νιώθω πως μας δένει. Δεν μπορεί να έχω διαψευσθεί τόσο πολύ, δεν είναι δυνατόν να είσαι λάθος επιλογή. Πώς μπορεί ο τρόπος που με κοιτούσες να ήταν κάτι άλλο εκτός από λατρεία; Πώς μπορεί να ένιωθα σαν να βρήκα επιτέλους απαντήσεις όταν ήσουν μόνο ερωτηματικά; Όλα μέσα μου ουρλιάζουν πως δεν ήταν λάθος, πως μπορούμε να μοιραζόμαστε αυτή τη γωνιά του καναπέ χωρίς κανείς να θέλει να φύγει. Νοερά, αθόρυβα, κρυφά, το ψιθυρίζω άλλη μία πριν κοιμηθώ. “Μην παραιτηθείς από εμάς.”

 

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου