Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

Γράφει η Ελευθερία στον Κωνσταντίνο

Ξεκίνησα να γράφω λέγοντάς σου πως κουράστηκα. Αμέσως, όμως, το ‘σβησα και πήρα μια ανάσα. Έφερα το πρόσωπό σου στη σκέψη μου κι χαμογέλασα αστραπιαία. Πώς να με κουράσει ένα πλάσμα σαν εσένα; Είσαι ένας άνθρωπος μοναδικός, σπάνιος και αξιολάτρευτος. Περιζήτητος από κάθε άποψη, κι ας μην το πιστεύεις ο ίδιος. Μακάρι να σε έβλεπες απ’ τα μάτια μου! Τότε, ίσως, να καταλάβαινες πόσα πολλά σημαίνεις για μένα.

Δε με κούρασες εσύ, μωρό μου. Με κούρασε ο φόβος μας. Έναν φόβο εγώ, έναν φόβο εσύ και μηδέν εις το πηλίκο. Γιατί κι οι δυο έχουμε τον τρόπο μας να καταστρέφουμε ό,τι καλό έρχεται στη ζωή μας, μήπως και στην πορεία αποδειχτεί σκάρτο και μας πληγώσει κι άλλο. Ξέρουμε πως άλλο ένα χτύπημα μάς μένει για να σπάσουμε.

Μα αυτή είναι η μαγεία που μας περιβάλλει, δεν το βλέπεις; Το ότι ο ένας διαθέτει τα καλύτερα όπλα για να πολεμήσει τους δαίμονες του άλλου. Κάθε φορά που εγώ πάω να σαμποτάρω τον ίδιο μου τον εαυτό και να φύγω μακριά απ’ αυτό που ποθώ, εσύ βρίσκεις κάποιον τρόπο να με ηρεμείς, να με γαληνεύεις και να με κρατάς δίπλα σου.

Κάθε φορά που εσύ μπερδεύεις τα λόγια και τις σκέψεις σου και αποφασίζεις να μην πεις ό,τι νιώθεις ή θεωρείς καλύτερη την αναμονή από τον παρορμητισμό, εγώ έχω έναν τρόπο να σε διαβεβαιώνω πως έχεις όσο χρόνο χρειάζεσαι, πως δεν πρόκειται να εγκαταλείψω τη μάχη μας απλώς και μόνο επειδή διστάζεις.

Πάει καιρός απ’ όταν σε πρωτογνώρισα. Και θυμάμαι καλά πως στην αρχή δε μου είχες κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Βγήκα μαζί σου για να περάσω την ώρα μου, μετά από πίεση φίλων μου που μου έλεγαν πόσο αστραφτερά καλή ήταν η περίπτωσή σου, ενώ εγώ δεν το έβλεπα. Τελικά αποφάσισα πως μου αρκούσε μια νύχτα μαζί σου. Είχα αποφασίσει πως μετά από αυτήν θα ξεχνούσαμε για πάντα ο ένας τον άλλο.

Δεν έδωσα καν σημασία στις λεπτομέρειες του πρώτου μας ραντεβού. Δε θυμάμαι σχεδόν τίποτα απ’ τις πρώτες μας συζητήσεις. Τα ξέγραψα όλα αφού κοιμήθηκα μαζί σου. Το μόνο που έμεινε στα χείλη μου ήταν η φράση που έλεγα σε όλους: «Ήταν το καλύτερο της ζωής μου. Γράφτηκε με χρυσά γράμματα στο βιογραφικό μου αυτό το παιδί».

Εσύ, όμως, τα θυμόσουν όλα. Εντυπωσιάστηκες περισσότερο από μένα απ’ το πόσο ταιριάζαμε. Τώρα μόνο αρχίζω να το καταλαβαίνω. Την επόμενη μέρα ξύπνησα με ένα γλυκό μήνυμα για καλημέρα και παραξενεύτηκα που συνέχισες να μου μιλάς και να ασχολείσαι μαζί μου. Για μια νύχτα δεν είχαμε πει βρε παιδί μου; Τι άλλαξε;

Η μια νύχτα έγινε ένας μήνας κι ο μήνας χρόνος και πάει λέγοντας. Εσύ φοβόσουν τη δέσμευση πιο πολύ απ’ ό,τι εγώ φοβόμουν τον ίδιο τον εαυτό μου. Όλο σου το σώμα φώναζε πόσο πολύ με θες και το δικό μου ανταποκρινόταν λες και ήταν μαγνήτης. Η χημεία μας χτυπούσε κόκκινο, μοιάζαμε με τον τέλειο συνδυασμό. Κι εκεί που νόμιζα πως το ένιωθα μόνο εγώ, μου είπες κι εσύ πως ένιωθες το ίδιο.

Μα ποτέ δεν έκανες το βήμα να μου ζητήσεις να είμαστε μαζί. Δεν ήθελες να χαλάσεις αυτό που είχαμε βρει, μιας και λειτουργούσε. Κι εγώ το ήξερα καλά πως είχες πληγωθεί πολύ στο παρελθόν και πως έτρεμες την ώρα που θα παίρναμε τη λάθος απόφαση και θα τα διαλύαμε όλα.

Σε χρειαζόμουν, όμως, να το πεις. Ήθελα να το ακούσω, ήθελα να το ζήσω. Ποτέ δε μου άρεσαν τα ψίχουλα, μα μια ζωή μ’ αυτά τρεφόμουν. Ήθελα για μια φορά να μου δώσουν ολόκληρο το γλυκό, κι εσύ έμοιαζες ο ιδανικός για μια τέτοια εμπειρία. Υπήρξαν στιγμές που θέλησα να τα εγκαταλείψω όλα. Κάθε φορά που βρισκόμασταν έλεγα μέσα μου πως θα ήταν η τελευταία, κι ας σ’ άκουγα να κάνεις σχέδια για τις επόμενες. Έπρεπε να φύγω μακριά σου, να βρω κάποιον που θα με θέλει 100%, χωρίς κανέναν ενδοιασμό.

Μα αυτές οι στιγμές δε σήμαιναν τίποτα όταν με έπαιρνες στην αγκαλιά σου. Όταν μου μίλαγες, όταν μου χαμογελούσες. Το άγγιγμά σου με έκανε να λιώνω σαν κερί, η μυρωδιά σου με τρέλαινε, η φωνή σου γαλήνευε και τα πιο αγριεμένα κομμάτια της ψυχής μου. Δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγουμε ο ένας απ’ τον άλλο και το είχαμε πια καταλάβει για τα καλά. Το ξέρουμε ακόμα και τώρα που εγώ κάθομαι και σου γράφω ολόκληρα κατεβατά ξέροντας πως δε θα τα διαβάσεις. Δε θέλω να στα πω όλα αυτά, καρδιά μου. Δε θέλω να σου πω τίποτα. Δε θέλω να σε τρομάξω άλλο.

Θέλω να ξέρεις μόνο πως θα περιμένω. Τόσο καιρό κοιτούσα γύρω μου, μήπως και εμφανιστεί κάτι καλύτερο και καταφέρω να αποκοπώ από σένα. Κανείς, όμως, δε συγκρίνεται μαζί σου. Κουράστηκα, λοιπόν, να ψάχνω αλλού λιμάνι για να δέσω το καράβι μου. Άσε με να αφεθώ στον δικό σου κόλπο, να βραχώ απ’ τα δικά σου τα νερά. Άσε με να σε ερωτευτώ, άσε με να πληγωθώ, άσε με να πονέσω και να ταπεινωθώ. Άσε με να πετάξω από πάνω μου κάθε αξιοπρέπεια και κάθε περηφάνια, άσε με να σου αφοσιωθώ.

Θέλω να σου δείξω πως εγώ δε θα σε πληγώσω. Πως εγώ θα σε αγαπώ. Θέλω να νιώσεις ασφαλής δίπλα μου, να ξέρεις πως μπορείς να με εμπιστευτείς και να μη χρειαστεί να συνεχίσεις το ψάξιμο για εκείνο το ιδανικό ταίρι. Το βρήκες ήδη και το ξέρεις. Θα περιμένω μέχρι να γίνεις αρκετά τολμηρός, ώστε να απλώσεις το χέρι σου και να το πάρεις για πάντα δικό σου.

Κι αν πάλι περάσει πολύς καιρός κι εγώ καταθέσω, τελικά, τα όπλα, βλέποντας πως η κατάσταση δεν αλλάζει με τίποτα προς το καλύτερο, θέλω να θυμάσαι τι υπήρξες για μένα και τι θα μπορούσες να υπάρξεις κάποια στιγμή. Θέλω να τα σκεφτείς όλα αυτά και, αν έχεις τα κότσια, να έρθεις να με βρεις μόνος σου, να ‘ρθεις να με αναζητήσεις. Εγώ είμαι δική σου. Πάντα θα είμαι.