Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

 

Γράφει η Κ.

Άλλο ένα γράμμα από αυτά που δεν ξέρω αν ποτέ του θα παραδοθεί. Που δε γνωρίζω αν θα το βάλω στα χέρια σου και θα σου δώσω ένα φιλί, ενώ τα μάγουλά μου θα είναι όσο κόκκινα είναι και τα φανάρια που δε σε αφήνουν να περάσεις απέναντι, ή αν θα μείνει στο συρτάρι του κομοδίνου μου, να κάνει παρέα στα υπόλοιπα και να προσθέτει μαζί τους κάτι μικρό από τις σκέψεις μου για την αφεντιά σου. Θα μάθω κλείνοντάς το, αν και εδώ που τα λέμε το ξέρεις και το ξέρω, στα αδιάβαστα θα μείνει· η αμηχανία μου -σε συνδυασμό με μια μικρή δόση εγωισμού και υπερηφάνειας- δε θα μου επέτρεπε πιθανότατα να σου δώσω να κρατήσεις στα χέρια σου κομμάτια του μυαλού μου. Να στα πω δε με πειράζει, μετά από λίγο αλκοόλ και μια τζούρα από ένα δικό σου τσιγάρο ίσως να μου είναι και εύκολο. Να στα δώσω γραπτά όμως, δυσκολεύομαι.

 

 

Θέλω να ξέρεις όσα μου έκαναν εντύπωση καθώς σε γνώριζα κι όσα με κάποιον τρόπο μου έχουν μείνει. Όλα όσα μπορεί να μην το ξέρεις, μα μου έμαθες να κάνω αλλιώς. Όλα εκείνα τα μικρά, τα κάπως καθημερινά αλλά και τα άλλα, τα περίπλοκα, που με δίδαξαν να περνάω τα πράγματα γύρω μου από άλλα φίλτρα, να τα βλέπω μ’ έναν τρόπο παράδοξα -μα και αστεία- αντιφατικό.

Μου έμαθες, για παράδειγμα, πώς να βγάλω τη ζάχαρη από την ημέρα μου και συνήθισα δίπλα σου να βλέπω τα φρούτα για το πιο νόστιμο γλυκό. Μα την ίδια στιγμή, με έμαθες τον πρωινό καφέ μου από σκέτο να τον πίνω με δύο κουταλιές, γιατί «στην πρώτη γεύση της ημέρας μας αξίζει η λίγη αμαρτία».

Μου θύμισες πως μπαίνοντας στο αμάξι, αξίζει να αφιερώσω μισό λεπτό για να βάλω για πρώτο ένα τραγούδι που όντως θέλω να ακούσω. Κι αν σου έλεγα καμιά φορά πως βιάζομαι και πως έχω αργήσει ή πως δε μου περισσεύει χρόνος και δε με νοιάζει να ακούσω ό,τι πέσει, με κοιτούσες σαν να είπα το πιο περίεργο πράγμα του κόσμου, θυμίζοντάς μου πως αφού έχω πρακτικά αργήσει ήδη, τα τριάντα δεύτερα που θα σπαταλούσα δε θα έκαναν κάποια διαφορά μα πως το κομμάτι που ήθελα θα έβρισκε τον τρόπο να κάνει το άγχος λιγότερο.

Μου έμαθες όταν είμαι χαλαρή να πίνω τον καφέ μου με χρωματιστό καλαμάκι και μια στο τόσο να ενώνω και δύο τρία μαζί, όπως κάναμε όταν ήμασταν παιδιά. Μου θύμισες όμως όμως στις σοβαρές κουβέντες μου να διαλέγω το μαύρο, για να μη με αποσπά ούτε εμένα ούτε τον άνθρωπο απέναντί μου. Να είναι η προσοχή μας αυστηρά ο ένας στον άλλον και κάπως έτσι, χωρίς να το καταλάβεις, με έμαθες να καταλαβαίνω και τη διάθεσή σου κοιτώντας μόνο το καλαμάκι του καφέ σου. Να ξέρω αν είσαι σε διάθεση για πειράγματα ή αν πρέπει να φορέσω το σοβαρό προσωπείο μου και να σου δανείσω για λίγο τα αυτιά και το μυαλό μου, να βγάλεις όσα είχες ανάγκη να πεις.

Πρόσθεσες στην οπτική μου λίγη παιδικότητα και πάντα θα σ’ αγαπώ για αυτό λιγάκι παραπάνω. Και ταυτόχρονα με έμαθες τη διαφορά της σοβαρότητας και της σοβαροφάνειας, κάνοντάς με να συνειδητοποιήσω πως η δεύτερη δεν είναι δείγμα της πρώτης. Για αυτό σε ευχαριστώ. Κλείνοντας αυτό το γράμμα, αποφάσισα ήδη πως θα πάει στο συρτάρι μου. Δε σημαίνει όμως αυτό πως δε θα έχεις πρόσβαση απόψε στις σκέψεις μου. Μόλις βρεθούμε, θα βάλουμε σε δυο ποτήρια βότκα και λεμόνι, θα τα συνδυάσουμε με δύο μαύρα καλαμάκια, θα στρίψεις εσύ ένα τσιγάρο το οποίο εγώ για λίγο θα σου κλέψω και θα πούμε στον αέρα όσα στα γραπτά έχουν ήδη μείνει. Εις υγείαν της νύχτας που έρχεται.