Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

Γράφει η Χριστίνα.

 

Μου λείπεις κάθε μέρα, μου λείπεις ακόμα κι όταν είσαι δίπλα μου. Αγαπάω πάνω πράγματα που δεν έχει αγαπήσει κανείς και δεν τα ξεστομίζω σε κανέναν, μην τα δουν κι εκείνοι και τα ερωτευτούν όσο εγώ• τον τρόπο που λες το σίγμα, πώς ζαρώνεις τη μύτη σου όταν μου γελάς, το ενδιαφέρον σου για εκείνους που δεν έχουν να σου προσφέρουν κάτι και το περπάτημά σου, το βηματισμό εκείνο που είναι λες και σου ανήκει ο κόσμος όλος. Σε χαζεύω την ώρα που αποκοιμιέσαι στον καναπέ, σε παρατηρώ κι όταν βλέπεις τηλεόραση, και δεν περνάει μέρα που να μην ευλογώ από μέσα μου την τύχη μου που έφερε στο δρόμο μου έναν άνθρωπο σαν εσένα.

Αλήθεια τα νιώθω όλα αυτά. Κι ας έχω περίεργες αντιδράσεις κι ας μη χάνω ευκαιρία να σου τη λέω κι ας σου σπάω τα νεύρα ώρες-ώρες. Οι άνθρωποι ξεσπάμε σε εκείνους που ξέρουμε πως μας αντέχουν, έτσι δεν είναι; Κι εσύ με αντέχεις χρόνια ολόκληρα, όσο περίεργος άνθρωπος κι αν είμαι, αυτό είχα πάντα να το παινεύομαι, αυτό μου έδινε ελπίδα και κουράγιο να συνεχίζω να σε αγαπάω με τον ίδιο τρόπο. Ήθελα να είμαι για εσένα η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου, ήθελα να προσέξεις κι εσύ πάνω μου πράγματα που δεν είχε δει κανένας, ήθελα να μείνεις κοντά μου για όλα αυτά που προσπαθούσα να σου δείξω, με η χωρίς αποτέλεσμα.

Δεν τα είδες όμως.

Ένα βράδυ βγήκαμε έξω και μου γνώρισες την κοπέλα που σου αρέσει. «Από εδώ η Μαρία κι από εδώ η Χριστίνα, η καλύτερή μου φίλη, είμαστε μαζί από παιδιά». Μου έδωσε το χέρι της και της χαμογέλασα εγκάρδια. «Χάρηκα» της είπα κι αλήθεια το εννοούσα. Ήταν όμορφη, έξυπνη, αστεία και ταιριάζατε. Συζητούσαμε όλο το βράδυ κι έψαχνα κρυφά να της βρω ένα ψεγάδι. Τίποτα. Δε φαινόταν να έχει τίποτα από όλα αυτά που δεν αντέχεις, τίποτα από εκείνα που κοροϊδεύεις, λες και την έστειλε μια σιχαμένη τύχη στο δρόμο σου για να με τιμωρήσει για την ατολμία μου.

Το κατάπια και το δέχτηκα. Δεν έχει σημασία πώς νιώθω όταν σας βλέπω μαζί, σημασία έχει πως προτιμώ να σε βλέπω με άλλη παρά να μη σε βλέπω καθόλου, γιατί αυτό θα γίνει αν ανοίξω το στόμα μου και σου πω πόσα νιώθω για σένα και πόσο καιρό παλεύω με το μέσα μου για να μη γίνουμε κουλουβάχατο. Άλλωστε αν με ήθελες κι εσύ θα το καταλάβαινα, έτσι δεν είναι; Την απόφασή μου την είχα πάρει από καιρό, δε θα μιλούσα, ο κόσμος να χάλαγε. Κι όσο άντεχα.

«Θα σου πω κάτι, αλλά υποσχέσου πως δε θα γελάσεις, καλά;»

Δεν ήξερα τι ήταν αυτό το τόσο αστείο που ήθελες να μου πεις, αλλά το υποσχέθηκα.

«Πέρυσι τέτοιο καιρό νόμιζα πως ήμουν ερωτευμένος μαζί σου, το πιστεύεις;».

Ξέρεις κάτι; Δε μου φάνηκε έτσι κι αλλιώς αστείο, για να χρειαστεί να κρατηθώ να μη γελάσω. Σου είπα να κόψεις τις βλακείες και προφασίστηκα πως έπρεπε να φύγω επειδή ένιωσα μια αδιαθεσία. Αφού δε μίλησα τώρα, δε θα σου μιλούσα ποτέ.