Κάθισα στην τηλεόραση και πρώτη είδηση ήταν ένα αγόρι που εξαφανίστηκε για μέρες από το σπίτι του.

Υπέθεσαν απαγωγή, φόνο ή οποιοδήποτε άλλο κακό σενάριο μπορεί να βάλει ένας άνθρωπος στο μυαλό του.

Και αυτό, γιατί το παιδί τα είχε όλα. Δεν υπήρχε περίπτωση να έφευγε μόνο του, χωρίς προφανή λόγο και αιτία.

«Ήμασταν πολύ ευτυχισμένη οικογένεια», έλεγαν οι γονείς με πόνο. «Είναι πολύ καλό παιδί», δήλωναν οι φίλοι του αγωνιώντας και η κοπέλα του κλαίγοντας απόρησε «Μα γιατί, αφού όλοι τον αγαπούσαμε, ποιος μπορεί να του έκανε κακό;» 

Η απάντηση δόθηκε λίγες μέρες αργότερα. Κανείς δεν του έκανε κακό.

Απλώς το αγόρι έφυγε μόνο του από το σπίτι. Δε θυμάμαι που έμεινε εκείνες τις μέρες, δεν έχει και σημασία.

Το θέμα είναι, πώς έφτασε σε τέτοιο σημείο; Εύκολα, σας λέω εγώ.

Είναι εκείνο το μεσημέρι που κάθεσαι στο τραπέζι να φας και ξέρεις τις κινήσεις των γύρω σου, την κάθε τους λέξη, την παραμικρή ματιά τους, πριν ακόμη τα κάνουν.

Ξέρεις ότι είναι Τρίτη και θα φάτε ψάρι και ξέρεις ότι μετά οι γονείς σου θα ξαπλώσουν, ενώ εσύ θα ακούσεις μουσική και θα γράψεις.

Ξέρεις όταν τσακώνεσαι την απάντηση της μάνας σου σε κάθε δυνατό σου επιχείρημα, «Σε περνάω 30 χρόνια, μάντεψε ποιος έχει δίκιο», που σε νευριάζει τόσο που πάει να εκραγεί το κεφάλι σου.

Ξέρεις ακόμα σε ποιο σημείο από το τασάκι θα πέσει η στάχτη από το τσιγάρο του πατέρα σου.

Ξέρεις ότι θα μιλήσεις με τη φίλη σου, αλλά δε θα μπορέσεις να την ακούσεις πολύ γιατί είναι στη δουλειά, στη σχολή, για ψώνια και ξέρεις ότι θα κανονίσετε αόριστα να βρεθείτε όποτε προλάβετε και μετά.

Ξέρεις για το τηλέφωνο που θα πάρεις μέσα στη μέση της νύχτας και θα μείνει αναπάντητο, παρόλο που σου είχε υποσχεθεί ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή που χρειαστείς μία κουβέντα θα είναι εκεί.

Ο έρωτάς σου. Ναι, καλά.

Ξέρεις και ότι πριν πέσεις να κοιμηθείς θα σκεφτείς όλα αυτά που πρέπει οπωσδήποτε να κάνεις την επόμενη. Και θα αγχωθείς και δεν θα μπορέσεις να κοιμηθείς νωρίς κι έτσι θα αργήσεις να ξυπνήσεις και δεν θα προλάβεις να κάνεις τίποτα.

Σκεφτείτε λοιπόν να φτάνεις στο σημείο να ξέρεις κάθε μέρα τι θα συμβεί, το επόμενο λεπτό.

Όχι δεν έχεις μαντικές ικανότητες, απλά σε έχει παρασύρει τόσο η ρουτίνα, που πια έχει γίνει δεύτερη φύση σου, ένα μόνιμο βάρος.

Κι έτσι λοιπόν, αποφασίζεις να φύγεις.

Εγώ προσωπικά, είχα σχεδόν πάντα κάτω από το κρεβάτι μου σε μία γωνία ένα σάκο μισογεμισμένο με ρούχα σε περίπτωση που ξυπνήσω μια μέρα και δεν αντέχω άλλο.

Η φυγή δεν είναι η εύκολη λύση. Είναι η αναγκαία λύση.

Το λέω σα συμβουλή.

Να φεύγετε, όσο μπορείτε να φεύγετε.

Όχι απαραίτητα στα κρυφά, δε χρειάζεται να τρομοκρατείτε την οικογένεια και τους φίλους σας.

Δεν εννοώ να φεύγετε από ανθρώπους, ούτε από συναισθήματα. Εννοώ να φεύγετε από την τριβή. Η τριβή τα χαλάει όλα, τα ξεφτιλίζει.

Η φυγή λοιπόν, είναι η αγάπη πρώτα για τον εαυτό σου.

Λίγες μέρες έστω, λίγος καιρός μοναξιάς για να συνεχιστεί η ζωή χωρίς να είναι μίζερη και επαναλαμβανόμενη.

Να φεύγετε. Δεν είναι κακό, ούτε υποτιμάτε την καθημερινότητά σας, τους ανθρώπους σας. Ούτε είστε δειλοί.

Είναι μια ανάσα.

Να φεύγετε, να φεύγετε, κάνει καλό. Έστω και μια βδομάδα μακρυά από ότι νιώθεις να σε βαραίνει επιβάλλεται.

Αλλιώς φτάνει ο κόμπος στο χτένι κι εσύ επιμένεις, ότι δεν έχεις πια ανάγκες αλλαγής, ότι είσαι συμφιλιωμένος με τη ζωή που κάνεις. Κι εκεί αρχίζουν τα προβλήματα, είτε ψυχολογικά, είτε σωματικά, είτε και τα δύο μαζί.

Να φεύγετε.

Συντάκτης: Θαλασσινή Βοσταντζόγλου