Ο Άλβιν Τόφλερ, φουτουριστής και φιλόσοφος είπε: «Οι αναλφάβητοι του 21ου αιώνα δε θα είναι εκείνοι που δεν μπορούν να διαβάσουν και να γράψουν, αλλά εκείνοι που δεν μπορούν να μάθουν, να «ξε-μάθουν» και να μάθουν εκ νέου». Είναι γεγονός πως αυτή είναι η εποχή μας, η εποχή όπου η γνώση είναι δύναμη κι εμείς καθημερινά καλούμαστε να μάθουμε νέα πράγματα, να αποθηκεύσουμε κι άλλες πληροφορίες στο μυαλό μας και να τις ανακτούμε όποτε χρειαστεί. Όμως, στ’ αλήθεια πόσα μπορούν να χωρέσουν σε ένα μυαλό; Κάποια πράγματα πρέπει να διαγραφούν και να αντικατασταθούν, έτσι δεν είναι;

Ας αναλογιστούμε για μια στιγμή πόσες φορές κληθήκαμε να μάθουμε κάτι καινούριο, να εγκλιματιστούμε σε κάποιο νέο περιβάλλον ή να συνηθίσουμε μια νέα διαδικασία. Πόσες φορές μας ζητήθηκε για παράδειγμα στην δουλειά μας να αλλάξουμε τον τρόπο που δουλεύουμε, πόσες φορές αναγκαστήκαμε να σπάσουμε μια συνήθεια που μας βόλευε και να υιοθετήσουμε μια νέα. Ξέρετε τι κάναμε έτσι; Ξεμάθαμε και μάθαμε εκ νέου!

Αυτό είναι μια πρακτική, όχι πάντα εύκολη αλλά αρκετά χρήσιμη ώστε να μπορούμε να προσαρμοζόμαστε σε νέες συνθήκες κι ανάγκες. Βρίσκει συχνά εφαρμογή στο εργασιακό μας περιβάλλον αλλά την ίδια στιγμή μας προσφέρει και το κλειδί για την προσωπική μας εξέλιξη, για την ίδια μας την αυτοβελτίωση.

Ίσως να μην το έχουμε σκεφτεί εκτενώς αλλά για να τερματίσει κανείς μια ριζωμένη έξη πρέπει να βάλει σε λειτουργία τον μηχανισμό της «ξεμάθησης» ώστε να διαγράψει απ’ τη μνήμη του τη μια συνήθεια και να την αντικαταστήσει με μια άλλη, καλύτερη. Σαφώς, το να μάθεις μερικές δεξιότητες, όπως το να χειρίζεσαι μια νέα εφαρμογή στη δουλειά σου και να αφήσεις κάποιες άλλες στην άκρη είναι ευκολότερο απ’ το να ξεμάθεις πράγματα που θεωρούσες δεδομένα όλη σου τη ζωή, να διαγράψεις ιδέες που ενστερνίστηκες ως θέσφατα στην παιδική σου ηλικία ή να σπάσεις ένα έθιμο με το οποίο γαλουχήθηκες.

Σύμφωνα με την επιστήμη της ψυχολογίας «Το να ξεμαθαίνεις είναι η διαδικασία μέσω της οποίας διασπάμε την προέλευση των σκέψεων, συμπεριφορών, συναισθημάτων και προκαταλήψεων». Ουσιαστικά, πρέπει να βρούμε τι απ’ όσα κάνουμε και πιστεύουμε προήλθαν από εμάς –τον αυθεντικό εαυτό μας-, τι από το περιβάλλον μας και ποια από αυτά μας κρατούν δέσμιους μακριά από τη ζωή που επιθυμούμε για τους εαυτούς μας αλλά και αυτό που προσδοκούμε να γίνουμε. Η τέχνη του να ξεμαθαίνεις έρχεται να αμφισβητήσει όσα θεωρούμε δεδομένα κι ίσως ακούγεται τρομακτικό, όμως προσφέρει πολλά περισσότερα σε αντάλλαγμα.

Αρχικά, με το να ξεμαθαίνουμε πυροδοτούμε την φαντασία μας και ενδυναμώνουμε τη δημιουργική πλευρά μας. Καλούμαστε να σκεφτούμε εκτός θεσμοθετημένων πλαισίων, ελεύθερα, χωρίς να μας περιορίζουν οι κοινωνικές επιταγές ή αυτά που μας είχαν επιβληθεί κατά την ανατροφή μας. Έτσι, βλέπουμε νέες προοπτικές, ανακαλύπτουμε διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης ενός ζητήματος και γινόμαστε πιο διαλλακτικοί κι ανεκτικοί στη διαφορετικότητα. Διψάμε για περισσότερη γνώση και γινόμαστε πιο φιλόμαθοι γιατί αποκτούμε μεγαλύτερο ενδιαφέρον όχι μόνο για εμάς αλλά και για τους άλλους γύρω μας· το διαφορετικό δε μας τρομάζει αλλά μας ιντριγκάρει.

Για μένα, δυο από τα πιο σπουδαία δώρα που έρχονται με την ικανότητα του να ξεμαθαίνει κανείς είναι η αυθεντικότητα στις σχέσεις και η δυνατότητα να κλείσεις τις πληγές σου. Η αυθεντικότητα στις σχέσεις απαιτεί να έχεις πρώτα βρει τον αληθινό σου εαυτό –εκείνον που έχει την αυτογνωσία, που δρα σύμφωνα με τις δικές του αντιλήψεις και ιδέες και δεν επηρεάζεται από τον φόβο της κριτικής ή της απόρριψης- και σημαίνει πως δημιουργείς δεσμούς βασισμένους στην ειλικρίνεια, τη διαφάνεια και την αποδοχή. Η δυνατότητα να κλείσεις τις πληγές σου έρχεται από την ενδοσκόπηση που κάνεις για να ξεμάθεις. Η τέχνη του να ξεμαθαίνεις σε βοηθά να αφήσεις πίσω σου οριστικά κάποια αρνητικά συναισθήματα που από καιρό έχεις απωθήσει και καταπιέσει όπως για παράδειγμα η ντροπή κι οι τύψεις.

Λέμε ότι τα παιδιά είναι άγραφοι πίνακες κι αυτό τα βοηθάει να μαθαίνουν καλύτερα, ευκολότερα, γρηγορότερα. Ως ενήλικες έχουμε ήδη διδαχθεί πράγματα είτε σε θεωρητικό επίπεδο, είτε εμπειρικά, είτε τυχαία και πολλές φορές έχουμε πιάσει τους εαυτούς μας να έχουμε μάθει κάτι λάθος ή μισό κι όμως να κρατάμε μια συγκεκριμένη θέση επί του θέματος. Έτσι κάπως πεισματικά γραπωνόμαστε από μια πεποίθηση, φωνάζουμε ότι «έτσι είναι τα πράγματα» κι εμμένουμε σ’ αυτό που θεωρούμε δεδομένο. Ίσως θα έπρεπε πού και πού να σβήνουμε τον πίνακα ώστε να δίνουμε τόπο να γραφτεί κάτι νέο, κάτι που θα μιλά στην ψυχή μας, κάτι που ενδεχομένως να μας κάνει πιο ευτυχισμένους μα πάνω και πέρα από όλα, καλύτερους. Το ως προς τι, μένει να το ανακαλύψουμε.

 

 

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου