Ένα πράγμα που θα μείνει αιώνια ρομαντικό –όσο χυδαία κι αν γίνεται μερικές φορές από κάποιους– είναι εκείνο το ενδιαφέρον που δείχνουμε (ή μας δείχνουν) όταν μας τραβάει κάτι σ’ έναν άνθρωπο, το οποίο δεν έχει να κάνει μόνο με την εξωτερική του εμφάνιση.

Ειδικά όταν έχει να κάνει με το περιεχόμενο του μυαλού, την ευστροφία και το χιούμορ σε ίδιο ή πολύ κοντινό μήκος κύματος, τότε μιλάμε σαφώς για πιθανό έρωτα. Από εκείνους που σε κάνουν να χάνεσαι στο χωροχρόνο και να προσπαθείς να μαζέψεις το μυαλό σου βάζοντας σε εικονικά εγκεφαλικά κουτάκια πράγματα που σε αποσυντονίζουν και σου αποσπούν την προσοχή από άλλες καθημερινές υποχρεώσεις που τρέχουν.

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός πως ανεβαίνει πολύ η αυτοπεποίθηση κι η αδρεναλίνη μας όταν μας φλερτάρουν ή φλερτάρουμε κι αυτό δείχνει να έχει θετική ανταπόκριση. Όταν καταλάβουμε πως αρέσουμε σε κάποιον για το σύνολό μας, εσωτερικό κι εξωτερικό. Ειδικά δε όταν έχουμε κάποιο άτομο απέναντί μας που δεν μας είναι καθόλου αδιάφορο εγκεφαλικά και το βρίσκουμε κι ελκυστικό (για τους δικούς μας λόγους) εξωτερικά, ακόμη κι αν δεν έχουμε καταλήξει σε ποια ζώνη θα μπει τη στιγμή που η προσέγγιση με τη μορφή «πάω στα τυφλά κι όπου βγει» ξεκινάει.

Είναι εκείνες οι στιγμές που αυτή η μικρή φλέβα στο λαιμό πάλλεται γρήγορα και ταυτόχρονα οι παλμοί της καρδιάς ανεβαίνουν με γοργούς ρυθμούς σε σημείο που ανησυχείς μήπως ήπιες πολλούς καφέδες κι όπου να ‘ναι θ’ αρχίσεις να τρέμεις κιόλας. Βέβαια για να μην καρφωθούμε κρατάμε ύφος σχεδόν αδιάφορο κι αφηρημένο, όλοι το ξέρουν αυτό! Το δε μυαλό δουλεύει με απίστευτες στροφές. Τόσο γρήγορη κι εύστοχη η κάθε ατάκα, που ακόμη κι εμείς οι ίδιοι απορούμε πού την είχαμε κρυμμένη τόση εξυπνάδα.

Κάτι ακόμη που πρέπει να παραδεχτούμε είναι τα διαδικτυακά φλερτ! Πολύ μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς μας το καταναλώνουμε online. Είναι ένα παράλληλο σύμπαν που τρέχει ταυτόχρονα με το πραγματικό(;) και που μεγάλο ποσοστό ανθρώπων περνάει ένα καθόλου ευκαταφρόνητο κομμάτι του ελεύθερου χρόνου του μέσα σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης κι όχι μόνο. Και γίνεται όπως το λέει η φράση: δικτυωνόμαστε κοινωνικά.

Είναι ουσιαστικά μια μικρογραφία του έξω κόσμου όπου φυσικά συμβαίνουν και πράγματα όπως το ν’ αρχίσουμε να μιλάμε με άγνωστα άτομα –άλλα πολύ κι άλλα λίγο– και σιγά-σιγά να διακρίνουμε και να ξεχωρίζουμε ένα (το καλό που σας θέλω) με το οποίο οι συνομιλίες έχουν πια αντικαταστήσει το παλιό κλασικό τηλεφώνημα κάθε λίγο και λιγάκι.

Καλημέρες, καλησπέρες, καληνύχτες και στο ενδιάμεσο, όποτε μπορούν κι οι δύο, να κάνουν απογραφή της μέρας τους λες και βρίσκονται απέναντι δια ζώσης και πίνουν καφέ. Κι όλη αυτή η κατάσταση να γίνεται ανάγκη καθώς περνάνε οι μέρες. Γιατί ξέρεις πως πίσω από μια άλλη οθόνη, κάπου μακριά από σένα και πάνω από ένα πληκτρολόγιο, κάποιος περιμένει να σ’ «ακούσει» και να σε δει να πληκτρολογείς. Και τότε λάμπουν τα μάτια του. Εντάξει, και τα δικά σου! Να τα λέμε κι αυτά.

Έρχεται, λοιπόν, η στιγμή που δειλά-δειλά ανταλλάσσετε φωτογραφίες, οι συζητήσεις σας γίνονται όλο και πιο εγκάρδιες, πιο προσωπικές. Μιλάτε για το παρελθόν σας, για σχέσεις που χάθηκαν, για τις οικογένειές σας και με λίγα λόγια δίνετε μια καλή περιγραφή των γεγονότων που σας έκαναν αυτό που είστε σήμερα κι έτυχε να βρεθείτε και να μιλάτε ασταμάτητα διαδικτυακά χωρίς να έχετε γνωριστεί ποτέ από κοντά. Φυσικά κανείς απ’ τους δύο σας δε θέλει να τον θεωρήσει ο άλλος απελπισμένο, λιγούρη, σαλιάρη κι όπως θέλετε πείτε το. Οπότε η αξιοπρέπεια κι η αυτοκυριαρχία έχουν τον πρώτο ρόλο.

Για ανταλλαγή τηλεφωνικών αριθμών ούτε κουβέντα. Ποιος θα κάνει το πρώτο βήμα; Ποιος θα ζητήσει πρώτος να μιλήσετε στο τηλέφωνο; Ποιος θα πετάξει την ιδέα για συνάντηση έστω για έναν καφέ; Κι αν η απόσταση δε βοηθάει; Πώς να αναγκάσεις κάποιον να διανύσει χιλιόμετρα για να σε δει για λίγο; Πόσο μάλλον αν φοβάσαι πως θα βρει χίλιες δυο δικαιολογίες για να το αποφύγει ή τρέμεις στην ιδέα μήπως από κοντά δεν υπάρχει αυτή η χημεία. Κι αν η φωτογραφία δεν είναι αληθινή; Κι αν είναι παλιά; Κι αν έχει σχέση και σε δουλεύει ψιλό γαζί; Κι αν, κι αν, κι αν!

Πολλά «αν», παιδιά, κι «αν η γιαγιά μου είχε ρόδες θα ήτανε πατίνι». Πήξαμε στα «αν» και στα «εφόσον»! Αν δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε μια κατάσταση συναισθηματική, ούτε διαδικτυακά, καλό θα ήταν να αποφεύγουμε τέτοιες υποθέσεις. Καλός ο ρομαντισμός από μακριά, αλλά σαν το από κοντά δεν έχει. Γιατί αν δε σπάσουν αβγά, ομελέτα δε γίνεται. Και στην έξω αλλά και στη μέσα ζωή. Και κανένας δεν μπορεί να μας εγγυηθεί τίποτα και θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως η ομελέτα μπορεί να βγει και χάλια. Όμως αν φοβάσαι ή δεν είσαι σίγουρος ή νιώθεις ανασφάλειες, γάμησέ το και κάτσε στην ασφάλεια του σπιτιού σου και της καρέκλας σου και του υπολογιστή σου και των δικαιολογιών σου! Κι εσύ, κι εγώ κι όλοι μας.

Αν δε θες ν’ απογοητευτείς, δε δημιουργείς προσδοκίες.  Αλλιώς θα περάσεις όλα τα λούκια αργά και βασανιστικά. Σκέψου, όμως, να φανείς τυχερός και να κάνεις μια όμορφη γνωριμία με όσο μέλλον της αναλογεί. Δε θα ήθελες, όμως, να μείνεις με την απορία «τι θα γινόταν αν»! Έτσι δεν είναι;

 

Συντάκτης: Σοφία Σοφιανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη