Ένα από τα πιο δύσκολα συναισθήματα το οποίο καλούμαστε να διαχειριστούμε, σε οποιαδήποτε μορφή του, είναι αυτό της απόρριψης. Τεκμηριωμένα αρνητικό αφού με την εμφάνισή του μας κάνει να νιώθουμε λίγοι, ανεπαρκείς, άσχημοι, ανίκανοι, άχρηστοι κι η καταγραφή των όχι και τόσο κολακευτικών κοσμητικών επιθέτων είναι ατελείωτη γιατί έχει άμεση σχέση με ό,τι βιώνει ο καθένας μας. Κι είναι πολύπλευρη η ζωή γενικά αλλά κι ειδικά ακόμη περισσότερο αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς. Κανείς δε βιώνει με τον ίδιο τρόπο τις καταστάσεις και σίγουρα δεν έχουμε όλοι τον ίδιο τρόπο αντιμετώπισής τους.

Στις ερωτικές σχέσεις όμως και ειδικά σ’ αυτές που δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν τον κύκλο τους κι έμειναν στο αρχικό στάδιο, αυτό της γνωριμίας και του «τι παίζει μεταξύ μας τώρα;», έχουμε την τάση να παίρνουμε τα πράγματα πολύ πιο σοβαρά αφού ο εγκέφαλος μας έχει δουλέψει στο χίλια τοις εκατό και ξαφνικά η μηχανή σβήνει. Η ψυχολογική κατάπτωσή μας είναι ακαριαία και με μεγάλη χρονική διάρκεια. Είναι η στιγμή που είμαστε πια πεπεισμένοι πως δεν είμαστε επαρκείς για εκείνον τον έναν άνθρωπο που τόσο πολύ θέλαμε να συνάψουμε ερωτικές σχέσεις μαζί του αλλά δεν έγινε παρόλο που όλα έδειχναν ευοίωνα. Συζητάμε με όσους μιλούν Ελληνικά για να λύσουμε το μέγα μυστήριο και προσπαθούμε να διαλύσουμε εντελώς τη λογική γιατί δεν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια.

Είναι αυτό το σημείο όπου μπορεί να πέσουμε στη μεγαλύτερη παγίδα που έχει στηθεί -από εμάς τα ανθρώπινα όντα- σε ό,τι έχει να κάνει με το συναίσθημα. Γιατί δεν είναι καθόλου λίγες οι φορές που ονομάζουμε τη χυλόπιτα «απωθημένο». Τη στολίζουμε με φρου-φρου κι αρώματα και εθελοτυφλούμε σε μια τετελεσμένη κατάσταση επειδή δεν έχουμε το σθένος να παραδεχτούμε πως δεν ταιριάζουν όλοι με όλους και δεν είναι καθόλου περίεργο να μην αρέσουμε σε κάποιους· ακόμη κι αν έχουμε την εμφάνιση σούπερ μοντέλου ή το μυαλό επιστημονικής διάνοιας ή και τα δύο. Ναι, όλα είναι πιθανά σ’ αυτή τη ζωή κι από κάποια ηλικία και μετά καλό θα ήταν να μπορούμε να ξεχωρίζουμε το πραγματικό από το φανταστικό. Όσο πιο νωρίς αποδομήσουμε τον γρίφο της απόρριψης τόσο πιο εύκολα θα μασάμε τις χυλόπιτες χωρίς να μας κάθονται σαν τούβλα στο στομάχι. Γιατί δε θα είναι μια και δυο. Κι αυτό είναι και το φυσιολογικό δηλαδή. Αλίμονο αν υπάρξει ένας άνθρωπος να πει ότι δεν έφαγε -έστω μία- χυλόπιτα.

Αν ήταν χυλόπιτα; Φυσικά κι ήταν! Μεγάλη, πικρή κι αχώνευτη αλλά αληθινή. Και μας τη δώσανε κι εμείς δε θέλουμε να το πιστέψουμε αλλά έλα που την κρατάμε και είναι ολόδικιά μας και πρέπει να μάθουμε να πορευόμαστε μ’ αυτή μέχρι να εξαϋλωθεί από προσώπου γης. Έχουμε την τάση να ωραιοποιούμε όσα δεν μπορούμε να έχουμε δικά μας κάτω από το πρίσμα του γιαλαντζί ρομαντισμού. Αυτού του αδυσώπητου συναισθήματος που μας αφήνει άγρυπνους πολλά βράδια και μας έχει πείσει ότι όλα ήταν θέμα timing, πλανητικού σκηνικού, κάρματος, μαύρης γάτας και σπασμένου καθρέφτη. Τίποτα θετικό δεν προσφέρει στην ψυχοσύνθεσή μας η ψευδαίσθηση πως αυτός ο κάποιος μας ήθελε αλλά δεν μπορούσε ή δεν τον άφησαν ή τον απήγαγαν εξωγήινοι κι έτσι δεν μπορεί να μας έχει και να τον έχουμε. Μπλοκάρουμε οι ίδιοι τους εαυτούς μας κολλημένοι σε μια περίπτωση που -ιδεατά για μας- θα έπρεπε να είχε καταλήξει αλλιώς. Και ποιος το λέει αυτό; Πάλι εμείς! Μπράβο μας, όχι μπράβο μας!

Ε δεν κατέληξε και καιρός να πάμε παρακάτω χωρίς απώλειες. Για την ακρίβεια ούτε χάσαμε ούτε έχασαν. Απλώς δεν έγινε. Τόσο λογικά, ψυχρά κι αποστασιοποιημένα θα έπρεπε να το δούμε. Αρρωστημένες καταστάσεις τα «απωθημένα» που τόσο μας αρέσει να έχουμε. Μην μπορώντας να δούμε την απόρριψη κατάματα βάζουμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας και τον άλλον σε ένα βάθρο με την ελπίδα ότι η ζωή κάποια στιγμή θα τα φέρει αλλιώς. Εμείς και τα γαϊδούρια τέτοιο πείσμα. Απόλυτα εγωκεντρική συμπεριφορά όπου έχουμε την εντύπωση πως ο κόσμος όλος γυρίζει γύρω μας. Αμ δε!

Η ενηλικίωση δεν έχει να κάνει με το αν έχουμε δικαίωμα ψήφου ή όχι, μόνο. Κυρίως αποδεικνύεται από το πόσο αποφασισμένοι είμαστε να πάρουμε τη ζωή μας στα σοβαρά και να μην επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να γίνονται έρμαια καταστάσεων που εμπλέκονται άλλοι με σκοπό να τονώσουμε τη πληγωμένη ματαιοδοξία μας και τον εγωισμό μας που χαροπαλεύει. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα -αφού μιλάμε γι’ «απωθημένα»- γινόμαστε έρμαια καταστάσεων που δεν ήθελαν να εμπλακούν οι άλλοι. Οπότε είναι ανώφελο να προσπαθούμε να χρυσώνουμε το χάπι μας. Χρυσό ή όχι πάλι χάπι είναι. Απλά, λογικά και κυνικά. Είναι ένας, σχετικά, καλός τρόπος να ξεκινήσουμε να απομυθοποιούμε τα φανταστικά μας ταίρια που ταίρια δεν έγιναν.

Αν θέλουμε να επιβιώσουμε στην αχανή έκταση της ερήμου των ανθρωπίνων σχέσεων ας φροντίσουμε να έχουμε τα πόδια μας έξω από την βυθιζόμενη άμμο όταν μας δώσουν μια χυλόπιτα, γιατί αν δεν το καταφέρουμε μόνο να μας καταπιεί μπορεί αυτή η κατάσταση. Κι ίσως κάπου εκεί κοντά να υπάρχει μια όαση που δεν την είχαμε πάρει χαμπάρι.

 

Συντάκτης: Σοφία Σοφιανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου