Πόσο αγαπώ τις παλιές ασπρόμαυρες ταινίες δεν περιγράφεται! Η χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου κι όχι μόνο. Ανεπανάληπτες ατάκες που γνωρίζει ακόμη κι η πιο νέα γενιά. Μια άλλη νοοτροπία, με τσαχπινιά και σκέρτσο, λόγια σταράτα κι αστεία που δεν ήταν πράγματι τόσο κωμικά τα ίδια όσο ο τρόπος που εκφράστηκαν που τα έκανε ξεκαρδιστικά. Μα πάνω από όλα ξεχωρίσαμε κάμποσες επικές φράσεις πεσίματος, εμπνευσμένες από κινηματογραφικές σκηνές και το όλο κλίμα εκείνων των εποχών.

Απίστευτος ο συνδυασμός τους. Στην αρχή σου ακούγονταν σαν κακόγουστο ανέκδοτο, που όμως έκρυβε μέσα μια τεράστια κολακεία μαζί με λίγο ξεκάθαρο πέσιμο στην ψύχρα αλλά συνάμα όλο αυτό γινόταν κάπως πλαγίως, χωρίς να προσβάλλει ή να εκθέτει. Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Ούτε εγώ θα με καταλάβαινα είναι η αλήθεια. Τόσο πολύπλοκα κι αντιφατικά νοήματα, τόσο συντηρητικά και προκλητικά, τόσο απαρχαιωμένα και ταυτόχρονα προοδευτικά.

Δεν ήταν δύσκολο να τις καταλάβεις ή να τις αφομοιώσεις. Ήταν όμως τρελά δύσκολο να κατανοήσεις από πού προήλθαν, πώς είναι δυνατό κάποιος να το σκέφτηκε αυτό. Και δε φτάνει που το σκέφτηκε –γιατί πολλά σκεφτόμαστε–, βρήκε το θάρρος και το είπε κιόλας! Και δε φτάνει που το είπε, βρήκε κι αποδέκτες και το είπαν κι άλλοι μετά από αυτόν!

Ποιος είσαι εσύ για να ξεχάσεις το επικό «Έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;» ή το κλασικό «Ζαχαροπλάστης ήταν ο μπαμπάς σου και σε έκανε τόσο γλυκιά;». Και σίγουρα χαζογελάς που τα ακούς, αλλά ξέρεις πως έπιαναν τόπο, πως όντως έβρισκαν αντίκρισμα, είχαν απήχηση, έστω έφταναν για να σπάσουν τον πάγο. Γιατί δεν είναι ένα απλώς ένα οριακά αντιαισθητικό αστείο, είναι ατάκες που όσο και να τις κοροϊδέψεις αυτές έχουν τον τρόπο να σου τραβήξουν την προσοχή.

Με την πάροδο των χρόνων όλα αυτά κι άλλα πολλά έγιναν χρυσές εγγυημένες (λέμε τώρα) συνταγές, έγιναν τόσο διαδεδομένα που αποτέλεσαν κλισέ. Για πόσο καιρό, όμως, να ακούει κάποιος «πόνεσες όταν έπεσες απ’ τον παράδεισο;» και να χαμογελά χωρίς να διαολοστέλνει; Τα ξέρεις, τα ‘χεις ακούσει, τα ‘χεις δει, τα ‘χεις ζήσει, τα ‘χεις πει. Η εξέλιξη ρέει στο αίμα του ανθρώπου μα κάπως κατάφερναν αυτές οι εκφράσεις και μπλέκονταν στην μπάλα που προχωράει παρακάτω. Μα κάποτε χλευάστηκαν, υποτιμήθηκαν, παρεξηγήθηκαν, ξενέρωσαν κι έτσι κοπήκαν.

Κι αν είσαι γυριστρούλης και δεν έχεις ξεχάσει το χόμπι του φλερτ, αν βγαίνεις ακόμα τακτικά κι όπου γάμος και χαρά είσαι μέσα, ξέρεις από πρώτο χέρι πως αυτές οι φράσεις έχουν πια εκλείψει. Δεν ακούς πια για μέλια, γλυκά, εξωτικά και τσαχπίνικα πράγματα. Τώρα το πολύ-πολύ να σου πουν ότι σε χαζεύουν ώρα, να κεράσουν ένα σφηνάκι και μετά να σου ζητήσουν να ανταλλάξετε και instagram. Κι αυτό το σκηνικό ίσως να ‘ναι απ’ τα πιο ρομαντικά που θα μπορούσα να σκεφτώ, αλήθεια! Καμία προσπάθεια, κανένα παιχνίδι. Όλα βιαστικά, εκβιαστικά, όλα στο χέρι.

Και φτάσαμε πια να λησμονούμε εκείνες τις ατάκες, που τουλάχιστον μας έκαναν να γελάμε. Όχι δεν τις χρυσώνω, κάποιες απ’ αυτές είχαν αντικειμενικά τα χάλια τους, ούτε τις υποστηρίζω, ούτε θα δημιουργήσω κίνημα για την επαναφορά τους στην καθημερινότητά μας. Απλά υπενθυμίζω πρώτα στον εαυτό μου πόση ζωντάνια έδιναν σε μία εξ ορισμού άβολη πρώτη συζήτηση. Πώς έκαναν τα μάγουλα να κοκκινίζουν είτε από αμηχανία είτε από κολακεία. Τόσο πολύ έχουν πια ξεχαστεί, που παίζει και να πιάνουν.

Γιατί, αν το καλοσκεφτείς, άμα κάποιος σε προσέγγιζε έτσι, με μια πιο vintage αισθητική θα σου φαινόταν κάπως χαριτωμένο και γλυκό το φλερτάκι του. Θα σε έκανε έστω να γελάσεις. Θα δημιουργούσε μια ένταση, μια κλιμάκωση συναισθημάτων -σίγουρα πιο ενδιαφέρουσα από ένα ξερό «έχεις facebook;». Θα σε έβαζαν σε μία διαδικασία να σκεφτείς τι να απαντήσεις.

Είναι λες και το ρολόι γυρίζει στα παλιά κι όλα ξεκινάνε πάλι απ’ την αρχή. Λες κι αυτές οι φράσεις, που ίσως να έφεραν κοντά τους παππούδες μας, δεν ειπώθηκαν πότε στην ιστορία. Ή απλά μας έχουν λείψει εκείνοι οι παλιοί τρυφεροί κι αθώοι καιροί, τόσο που πλέον ίσως και να ψαρώναμε με κάτι που θα μας ταξίδευε στο χρόνο.

Γιατί, ξέρεις τι λένε, old is gold, ή αλλιώς, ο νέος είναι ωραίος αλλά ο παλιός είναι αλλιώς. Οπότε γιατί όχι;

 

Συντάκτης: Αφροδίτη Χαλκοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη