Οι παραισθησιογόνες ουσίες έχουν αντιμετωπιστεί και χρησιμοποιηθεί με πληθώρα τρόπων και προφάσεων, κατά την πάροδο της ανθρώπινης ιστορίας. Ξεκινώντας από αρχαίους πολιτισμούς, όπως των Μάγια, των Ινδιάνων και των αρχαίων Ελλήνων, όπου η εκάστοτε ουσία αποτελούσε ένα αδιάσπαστο κομμάτι πνευματικών και θρησκευτικών τελετών και φτάνοντας μέχρι τη σύγχρονη εποχή, όπου η χρήση τους εντοπίζεται περισσότερο εντός του πλαισίου της διασκέδασης, αλλά και της θεραπευτικής παρέμβασης, το σίγουρο είναι πως, αν και αποτελεί θέμα taboo μέχρι και τη σήμερον ημέρα, η χρήση τους από τους ανθρώπους μέσα στους αιώνες είναι αδιαμφισβήτητη και σύμφωνα με αρκετές έρευνες και προσωπικές μαρτυρίες, μπορεί να αποβεί -με κατάλληλη χρήση- εξαιρετικά θετική.

Ακολουθώντας μία πορεία αντικειμενικής κι απροκατάληπτης παρατήρησης της ιστορίας των παραισθησιογόνων, από το παρελθόν και τις πρώτες ιστορικές παραδοχές χρήσης τους, μέχρι το παρόν και την τωρινή αντιμετώπισή τους, που μπορεί να χαρακτηριστεί από διστακτική ως αρνητική, μπορεί κανείς να καταλάβει πως το στίγμα που ακολουθεί τη μεταχείριση παραισθησιογόνων, με οποιονδήποτε σκοπό, οφείλεται μάλλον περισσότερο στην άγνοια, παρά στην εμπεριστατωμένη απόρριψή τους. Αρχικά, οι ιστορικές μαρτυρίες εκφράζουν πως τέτοιου είδους ουσίες, είτε ανήκαν στην τάξη των ψυχοδηλωτικών ουσιών (στην οποία ανήκουν το LSD, τα ψυχοτρόπα μανιτάρια, το πεγιότε και η αγιαχουάσκα), είτε στην τάξη των αποσυνδετικών (όπως το P.C.P. και η κεταμίνη), χρησιμοποιούνταν κατά κόρων σε τελετές, όπου σκοπός τους ήταν η επαφή με το θείο, η κατάρριψη του πέπλου που χωρίζει τον άνθρωπο από το πνεύμα και η βελτίωση της συνειδησιακής υπόστασης και της κατανόησης της πνευματικής φύσης του ανθρώπου. Μάλιστα, η σύνδεση των παραισθησιογόνων με το θείο είναι τόσο έντονη στις αρχαίες παραδόσεις, ώστε το soma, όπως αποκαλείται μία ψυχοτρόπος ουσία, αγνώστου ταυτότητας στην ινδουιστική παράδοση, μπορεί εύκολα να παρομοιαστεί με το νέκταρ που αναφέρεται στην ελληνική μυθολογία,ως το «ποτό των θεών», όπου όποιος το κατανάλωνε, αποκτούσε και ο ίδιος πλέον «θεϊκές» ιδιότητες και ικανότητες.

Προχωρώντας όμως στα μελλοντικά δρώμενα, η απόρριψη τέτοιων τελετουργικών επικρατεί. Η κατάρριψη των ουσιών και των παραδόσεων πολιτισμών όπως αυτός των Ινδιάνων της Βορείου και Νοτίου Αμερικής, από τους ισπανόφωνους κατακτητές παραδείγματος χάριν, οφείλεται περισσότερο στο φόβο και τη δεισιδαιμονία, παρά στην έρευνα. Η προπαγάνδα άλλωστε, με ιδιοτελείς και κατά κύριο λόγο πολιτικούς σκοπούς είναι συνήθης κι εντοπίζεται και στην απαγόρευση της μαριχουάνας στην Αμερική κατά τη Μεξικάνικη επανάσταση και μετανάστευση το 1910, όπου το άλλοτε και πλέον κοινώς αποδεκτό για τις θεραπευτικές του ιδιότητες φυτό, απαγορεύτηκε κι έγινε παράνομο, ως η ουσία η οποία οφειλόταν για τις «παρεκτροπές των Μεξικανών». Γίνεται εμφανές λοιπόν, πως η απόρριψή τους στο σύγχρονο κόσμο, φαίνεται να στηρίζεται περισσότερο στην άγνοια και τις εκάστοτε πολιτικές και θρησκευτικές διαφορές, παρά σε οτιδήποτε άλλο.

Αυτό φυσικά δε σημαίνει πως η χρήση παραισθησιογόνων θα έπρεπε να είναι καθολικά αποδεκτή και να αντιμετωπίζεται σαν κάτι το ακίνδυνο. Είναι γνωστό πως η κατάχρηση τέτοιων παραγόντων μπορεί να αποβεί βλαβερή. Οι πιθανές παρενέργειες είναι πολλές και η αλόγιστη κατανάλωσή τους φέρει πολλές και διάφορες απειλές για τη νοητική, ψυχολογική και σωματική υγεία των χρηστών. Όμως, το στίγμα που ακολουθεί τα παραισθησιογόνα δε φαίνεται να οφείλεται σε αυτές τις παρενέργειες και κινδύνους. Αυτό γίνεται κατανοητό μέσω της έρευνας των θετικών ιδιοτήτων που οφείλονται στην εκμετάλλευσή τους εντός θεραπευτικών πλαισίων.

Οι έρευνες, αν και ακόμα ανεπαρκείς, υποδείχνουν τη θεραπευτική υπόσταση των ουσιών αυτών.  Η μελέτη τους στους σύγχρονους καιρούς, που μπορούμε να πούμε πως ξεκίνησε στην Αμερική του 1950 με 1960, με την πειραματική προσάρτηση του LSD και των ψυχοτρόπων μανιταριών στη θεραπεία διαταραχών όπως το μετατραυματικό στρες (P.T.S.D.) και η κατάθλιψη, που απέδωσε πολλά υποσχόμενους καρπούς, διακόπηκε, δυστυχώς, στην πορεία. Έτσι, μετά την άφιξη της νέας χιλιετίας, όπου η μελέτη του συγκεκριμένου θέματος ξεκίνησε σιγά σιγά να αναθερμαίνεται, υπάρχουν πλέον αρκετά στοιχεία τα οποία αναδεικνύουν τις παραισθησιογόνες ουσίες για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες, αν και σίγουρα η έρευνα οφείλει να συνεχιστεί, με σκοπό τη βελτίωση της κατανόησής μας. Εκτός από το P.T.S.D. και την κατάθλιψη, πλέον συσχετίζονται και με τη θεραπεία του άγχους, της αϋπνίας, των εθισμών (σε αλκοόλ, ή άλλες ουσίες) και το θετικό είναι πως η έρευνα εξακολουθεί, ευελπιστώντας πως τελικώς θα φτάσουμε στο σημείο όπου η χρήση τους, ελεγμένα και με την κατάλληλη πληροφόρηση, θα μπορεί να θεωρείται περισσότερο προσοδοφόρα, παρά ακατάλληλη.

Μέσω όλων αυτών των πληροφοριών, καταλήγουμε σε ένα συμπέρασμα: αν και το taboo των παραισθησιογόνων ουσιών είναι κάτι που τις ακολουθεί, μέχρι τη σήμερον ημέρα, υπάρχει τελικώς η πιθανότητα να είναι περισσότερο ατεκμηρίωτο, από ό,τι θα περίμενε κανείς. Όπως και με άλλα θέματα, υψίστης σημασίας, τα οποία έχουν ή είχαν στιγματιστεί εντός της ανθρώπινης κοινωνίας, όπως η ερωτική επαφή, οι ψυχολογικές διαταραχές ή η σεξουαλικότητα, των οποίων το στίγμα έχει ανακληθεί -έστω τμηματικά- και τα οποία εύκολα καταλαβαίνουμε πως οφείλουμε να αποστιγματίσουμε και να κατανοήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος, με σκοπό τη δόμηση υγιέστερων κοινωνικών θεσμών και συμπεριφορών, έτσι και οι παραισθησιογόνες ουσίες, αποτελούν ένα θέμα που οφείλει να ερευνηθεί και συζητηθεί περισσότερο, ειδικά λαμβάνοντας υπόψιν τα θετικά και τη θεραπεία που μπορούν να προσφέρουν σε πληθώρα ανθρώπων, που το έχουν ανάγκη.

 

 

*Το άρθρο αυτό δεν παροτρύνει την αλόγιστη χρήση και κατανάλωση παραισθησιογόνων ουσιών σε καμία των περιπτώσεων.

*Συμβουλευτείτε πάντα τον γιατρό σας και ρωτήστε τον πριν προβείτε σε οποιαδήποτε ενέργεια. 

Συντάκτης: Ξαν Γεωργίου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου