Τον είχατε δεδομένο, νομίζατε ότι θα ήταν πάντα εκεί για εσάς. Ότι σας χρειάζεται. Μέχρι που έφυγε και κατανοήσατε την αξία του. Σας έκλεψαν τον αναπτήρα. Καλά να πάθετε. Να σας πω όμως κάτι ε! Μη μας κατηγορείτε εμάς που σας καβατζώνουμε τους αναπτήρες. Η σκληρή αλήθεια είναι ότι δεν τους φέρεστε όπως θα έπρεπε. Έχουν ψυχή κι αυτοί κι έτσι αποφασίζουμε να τους πάρουμε υπό την κηδεμονία μας.  Να τους προσέχουμε σαν παιδιά μας και να τους φερθούμε με στοργή, αγάπη και προδέρμ. Κι αν κάποιος μας πάρει τον καβατζωμένο αναπτήρα κηρύττουμε πόλεμο! Ξέρεις πόσο πολύ προσπαθήσαμε να τον κλέψουμε ;

Γιατί ρε φίλε πετάς τον αναπτήρα τόσο αδέξια πάνω στο τραπέζι; Τι νομίζεις ότι είναι; Άψυχο ον; Δεν πονάει νομίζεις; Δεν του αξίζεις. Αξίζει κάποιον που να τον κρατάει στο χέρι. Που να τον αγγίζει και να τον ανάβει! Η σχέση τους να είναι φωτιά! Εμείς, λοιπόν, φροντίζουμε γι’ αυτό. Όντας μη ρατσιστές αγαπάμε όλες τις μάρκες κι όλα τα χρώματα. Μαύρους, άσπρους, κίτρινους, κόκκινους, καφέ, μικρούς, μεγάλους, με φωτάκι, χωρίς φωτάκι, με σχέδιο, χωρίς σχέδιο, με διαφήμιση και χωρίς, ακόμα κι από γραφεία τελετών, με υγραέριο, με ζιπέλαιο. Όλους!

Το όλο πράγμα είναι σκέτη τέχνη. Πρώτα παρατηρούμε. Βλέπουμε τον αναπτήρα. Έπειτα εξετάζουμε τη σχέση σας και τη συμπεριφορά σου προς εκείνον. Εκείνος είναι πιστός, εσύ όμως; Έχεις ήδη αναπτήρα κι όμως παίρνεις του φίλου σου επειδή ήταν πιο κοντά; Στεγνή απάτη μπροστά στα μάτια του. Ευθεία στην καρδιά το μαχαίρι. Το πόρισμα λέει ότι ο αναπτήρας πρέπει να φύγει απ’ τα χέρια σας. Και κάπως έτσι ζητάμε αναπτήρα για ν’ ανάψουμε τσιγάρο και διακριτικά τον βάζουμε στην τσέπη μας.

Μερικές φορές όμως γινόμαστε παθητικοί καβατζαναπτήρες. Όντως παίρνουμε έναν στα χέρια μας, ανάβουμε κι ασυνείδητα καταλήγει στην τσέπη μας. Κι όταν μας ρωτάτε αν έχουμε δει τον αναπτήρα δεν έχουμε ιδέα που είναι. «Αν χάνεις τον αναπτήρα σου έλα να μου τον ζητήσεις» είναι μια φράση πολύ γνωστή και εύχρηστη μεταξύ μας. Είμαστε μια κλίκα, μια συμμορία. Η κάθε παρέα έχει τουλάχιστον δυο τέτοιους.

Μεταξύ των κλεφτών υπάρχει τιμή, λένε. Έτσι, αν παρατηρηθεί ότι έχεις καβατζάρει 2 αναπτήρες αυτομάτως δίνεις τον έναν στο συνεργό σου. Εννοείται αυτόν που ανάβει λιγότερο. Επίσης, μετά το τέλος της βραδιάς, καθώς γυρνάτε στο σπίτι, ζητάς από τον ίδιο αναπτήρα. Και περιέργως σου δίνει. Σκέφτεσαι ότι πριν δεν είχε. Γελάς. Ξέρεις ακριβώς τι έκανε. Το έκανες και ‘συ. Του το λες και τον πειράζεις. Και γελάτε μαζί.

Στο κάτω κάτω είμαστε η ψυχή της παρέας και πρέπει να πληρωθούμε κάπως γι’ αυτό. Δε θέλω ούτε τα λεφτά σου, ούτε το ποτό σου, ούτε το κέρασμα σου. Ξέρεις πολύ καλά τι θέλω. Θέλω τον αναπτήρα σου. Και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό. Αν τον βάλω στο μάτι θα τον αποκτήσω. Αν όχι σήμερα, τότε σου υπόσχομαι πως αύριο θα είναι δικός μου. Γι’ αυτό ν’ αγοράζεις αναπτήρες που μ’ αρέσουν. Και να μην τολμάς να τον βάζεις στην τσέπη σου, θέλει να αναπνεύσει, να μην τον πιέζεις. Γι αυτό σου προτείνω να τον ακουμπάς στο τραπεζάκι.

 

Επιμέλεια κειμένου Παναγιώτη Μουστάκα: λευθερία Παπασάββα.

Συντάκτης: Παναγιώτης Μουστάκας