Το ξυπνητήρι χτυπάει ασταμάτητα τα τελευταία δέκα λεπτά, οι μισοτελειωμένες μπαταρίες του δίνουν ένα ξεχαρβαλωμένο ήχο απόλυτα ταιριαστό με το σκοτεινό δωμάτιο. Με κλειστά ακόμα μάτια απλώνεις το χέρι σου να το κλείσεις.

«Αυτό είναι για σένα. Για να είμαι το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι μόλις ξυπνάς», σου είχε ψιθυρίσει στις αρχές, που κάθε ραντεβού συνοδευόταν από λογής λογής καλούδια.

Να που τελικά τον κατάφερε τον σκοπό του, σκέφτεσαι και με μια κίνηση εκσφενδονίζεται από τα χέρια σου, στον απέναντι ελεύθερο τοίχο. Βίδες και ελατήρια στο πάτωμα. Στο στρώμα έχει γίνει κρεβάτι σου.

Νιώθεις ξαφνικά τις κουβέρτες να σε πνιγούν, τις έστρωσες πάλι διπλές γιατί βλέπεις είχε την συνήθεια να σε αφήνει πάντα ξεσκέπαστη και εσύ να παγώνεις.

Τις πετάς τραβώντας τις μέχρι το πάτωμα, ευθύς όλο το δωμάτιο γεμίζει με το άρωμα του.

«Χρειάζονται επειγόντως καθαριστήριο», μουρμουρίζεις και η ψυχή σου οδεύει σταδιακά στο καθαρτήριο.

Σηκώνεσαι να τις τυλίξεις άγαρμπα σε σακούλες και σκουντουφλάς δεξιά και αριστερά σε κούτες, γεμάτες αναμνήσεις μα άδειες από κουράγια και υπομονή.

Μισοκοιμισμένη ακόμα ετοιμάζεις καφέ, διπλή δόση, ένα ποτήρι.

Δέκα μέρες έχουν περάσει και εσύ ακόμα μετεξεταστέα στη διαίρεση. 

Αρχίζεις να επισκέπτεσαι όσες υπηρεσίες σου έρχονται στο μυαλό για να δηλώσεις νέο τόπο κατοικίας. Ευτυχώς κανένας δεν ενδιαφέρεται να ρωτήσει για αιτίες και αφορμές της μετακόμισης.

Τι να συμπλήρωνες άλλωστε; Τον άφησα γιατί δεν πήγαινε άλλο; 

Τον δρόμο της επιστροφής τον κάνεις περπατώντας ενώ σταματάς σε όλα τα μαγαζιά καλλυντικών για να εφοδιαστείς με καινούργια κραγιόν. Δύο χρόνια γεμάτα γραμμένα σ’ αγαπώ σε καθρέφτες δεν άφησαν τίποτα άλλο παρά τα απολειφάδια τους.

Η ώρα περνάει και επιτέλους πεινάς. Να και ένα συναίσθημα που τραβά τη σκέψη σου λίγο πιο χαμηλά από την καρδιά σου. Μπαίνεις στην κουζίνα για να ξεχαστείς και χωρίς να το καταλάβεις την κατσαρόλα γεμίζουν υλικά που θα φτιάξουν το αγαπημένο του φαγητό.

Θα το αντιληφθείς στην πρώτη μπουκιά και θα το φτύσεις. 

Μόνη σωτηρία φαντάζει ο ύπνος, μα χωρίς να το καταλάβεις νιώθεις να σε τυλίγει μια απόκοσμη ζεστασιά. Στο μυαλό σου έρχεται το ξεχειλωμένο μπλουζάκι του που φοράς όταν κοιμάσαι και με βοήθεια ένα ψαλίδι το κάνεις κουρέλι.

Τελικά ξαπλώνεις γυμνή, με το κορμί σου να καλύπτει διαγώνια κάθε εκατοστό του καινούργιου μονού σου κρεβατιού.

Στο κομοδίνο το κινητό σου ρυθμισμένο να χτυπήσει την ώρα που ξυπνάς. Στο αθόρυβο και γυρισμένο ανάποδα.

Αρκετά βράδια έχασες τον ύπνο σου. Τελείωσε.

Συντάκτης: Μαρία Τριγώνη