Σίγουρα έχεις πιάσει τον εαυτό σου να προσπαθεί να εντυπωσιάσει τους άλλους, κι ίσως ακόμη περισσότερο εκείνους που αντιπαθείς. Τις φορές που προσπάθησες ν’ αρέσεις και νόμιζες πως θα το πετύχεις κρύβοντας για λίγο το εγώ σου, καταπιέζοντας τον εαυτό σου. 

Γκαρνταρόμπες που φτιάχτηκαν για να αρέσουν στη μάζα -τι κι αν εσύ νιώθεις άβολα μες στα παπούτσια που σου «φόρεσαν»-, ταξίδια κι εκδρομές που τις έκανες για να καυχιέσαι πως συνέβησαν και για να σε δουν να φωτογραφίζεσαι εκεί, -χωρίς να έχεις απολαύσει στιγμή τις εξορμήσεις σου-.

Καταστάσεις ιδιωτικές που τις δημοσιοποίησες για ν’ αποσπάσεις σχόλια θετικά, για να ικανοποιήσεις το κενό σου και για να ζηλέψουν τη δήθεν λάμψη κι ευτυχία σου, που αν ήταν αληθινή δε θα ‘χε ανάγκη τη διάδοσή της! Ωμή και σκληρή η αλήθεια, αλλά έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα για όλους μας, ας το παραδεχτούμε.

Αλλάζεις πρόσωπα και συμπεριφορές περιστασιακά για να τους σαγηνεύσεις, με αποτέλεσμα να εξυψώνεις προσωρινά τον εαυτό σου, πριν γυρίσεις στη θλιβερή σου αλήθεια, που τόσο απέχει απ’ αυτό που πλασάρεις.

Μα δε φταις μόνο εσύ γι’ αυτό. Σ’ έμαθε να περνάς για φυσιολογικές αυτές τις συμπεριφορές, χωρίς να τις φιλτράρεις, η «ιδεατή» μας κοινωνία με το σάπιο της άρωμα. Αυτή, που δεν είναι ικανή να σε θρέψει, αλλά ονόμασε «ζωή» τα κουτάκια της και σ’ ανάγκασε ύπουλα να χωρέσεις μέσα σ’αυτά. Αυτή που σου στέρησε την παιδεία για ν’ αναγκαστείς να την αφήσεις στην ησυχία της, όταν δεις τη βρωμιά της και σ’ έμαθε να βλέπεις επιφανειακά, να κρίνεις βάσει του φαίνεσθαι, να νομίζεις ότι ζεις. Μπήκες σε καλούπι ξένο, δεν είσαι πια εσύ.

Για ποια ελευθερία μιλάμε λοιπόν; Για την ελευθερία του «τι θα πει ο κόσμος»; Για τις ενέργεις που κάνεις, ενώ δε γουστάρεις, προκειμένου να λάβεις τις επιδοκιμασίες; Για τη λάσπη που έγλειψες προκειμένου να μη βρεθείς αντιμέτωπος με την απόρριψη; Για την εικόνα σου, που έφτιαξες με σκοπό να τους αρέσεις; Μέχρι και τα βιώματά σου αναπροσάρμοσες για να γίνουν πιο ελκυστικά και πιο άξια αφήγησης!

Γίνεσαι αχόρταγος, καθώς δέχεσαι τα θετικά τους σχόλια. Πέτυχες τον αυτοσκοπό σου και τώρα θες κι άλλο. Ναι, τους εντυπωσίασες! Και; 

Είναι ανελευθερία κι αιχμαλωσία να ζεις έτσι. Όσα κάνεις είναι προσποιητά και χάνουν την αξία τους, αφού οι πράξεις σου δεν αντικατοπτρίζουν το χαρακτήρα σου. Το πάθος αυτό δε σ’ αφήνει να ζήσεις, σε βάζει πάντα σε δεύτερες σκέψεις, σου προκαλεί δειλία, θυμό. Τα κάνεις όλα με απώτερο σκοπό την αποδοχή και το θαυμασμό. Για πόσο ακόμα θα είσαι κομπάρσος στο θέατρο της ζωής σου; 

Ο ελεύθερος άνθρωπος δεν έχει χρόνο να σκαρφιστεί τεχνάσματα για να τραβήξει προσοχή και καλοντυμένα σχόλια. Είναι τόσο γεμάτος ο ίδιος, έχει αποβάλει προκαταλήψεις, ταμπού, ανασφάλειες κι ακριβώς γι’ αυτό δεν ασχολείται με τέτοιες μικρότητες. Δεν έχει στόχο την προβολή, γιατί γνωρίζει πως τίποτα δεν του προσφέρει. Η φήμη εξατμίζεται και μετά μένει ο χαρακτήρας, η προσωπικότητα. Τι να το κάνεις, αν την άφησες ελλιπή, για να γεμίσεις το μάτι των άλλων;

Το χειρότερο σενάριο είναι να μη συνειδητοποιείς ότι δρας κατ’ αυτόν τον τρόπο και χωρίς να ερμηνεύεις τις συμπεριφορές σου, δε θα βρεις τον τρόπο να επανέλθεις. Αν όμως παραδέχεσαι ότι έχεις βρεθεί σ’ ανάλογη θέση, θα έρθει η στιγμή -αν δεν έχει ήδη έρθει- που θα βαρεθείς να τους ακούς και θ’ αδιαφορείς για τα φερέφωνα που σε περιβάλλουν. Πόσο μάλλον δε θα σε νοιάζει να σε επιδοκιμάσουν!

Τα δεσμά σου εσύ θα τα σπάσεις, όταν συνειδητοποιήσεις πως τη ζωή σου στην έκλεψαν μια μέρα οι πτυχές του εαυτού σου. Εκείνες που είναι μισές, που τρέφονται απ’ τη ζωηρή εντύπωση που προκαλούν στους άλλους και χαίρονται με τις εκδηλώσεις θαυμασμού των οποίων γίνονται αποδέκτες. Θα καταλάβεις κάποια στιγμή πως αναλώνεσαι επιζητώντας τον εντυπωσιασμό τους.

Να το ξεριζώσεις το κομμάτι του εαυτού σου που έμαθε να ζει έτσι. Ξέρεις, αυτό που κλαψουρίζει κάθε φορά που δεν του χαϊδεύουν τ’ αυτιά, που αν δεν εισπράξει επιδοκιμασία δε ζει, ή καλύτερα που ζει για να την εισπράξει. 

Ως πότε θα ζεις για να φαίνεται ότι ζεις; Ως πότε θα στερείσαι ελευθερίας για να δείχνεις αυτό που θέλουν να δουν; Θα τη βρεις την άκρη, δε σε φοβάμαι.

 

Επιμέλεια κειμένου Μαρίας Σουργιά: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Μαρία Σουργιά