Αντί να νυχτώνει και να μετράς τα λόγια σου, εσύ ανοίγεις το βρομόστομά σου και μοιράζεις υποσχέσεις, παίρνεις αποφάσεις με ημερομηνία λήξης, μικρότερη του γάλακτος, αγαπάς όλον τον κόσμο αδιακρίτως ή αναζωπυρώνεις έναν καβγά, που ‘χες αφήσει μισό το 1998. «Πρόσεχε!» σου λένε, «Θα ξημερώσει οσονούπω!». Τίποτα εσύ.

Νύχτωσε, λοιπόν, κι ενδεχομένως να ‘χει και φεγγαράδα, αυτό το αναμμένο λαμπάκι τ’ ουρανού, που γκαζώνει την παρόρμηση κι επιδεινώνει τα δύσκολα. Κι εσύ, αντί να σεβαστείς το κουρασμένο σου μυαλό, που στα σκοτάδια καίει κηροζίνη, ψάχνεις μόνος σου για σπίρτα και κάνεις τον ανήξερο για τις φωτιές, που θα ‘χεις να σβήνεις αύριο.

Κι αν τα σβηστά φώτα συνοδεύονται κι από αλκοόλ στο αίμα, τότε αντί να βάλεις το κεφαλάκι σου σε λειτουργία λήθης, λες ένα «Δε βαριέσαι!» και το βάζεις σε λειτουργία πτήσης. Πετάνε οι σκέψεις απ’ το ένα ζήτημα στ’ άλλο, οι νευρώνες κάνουν πάρτι κι η κρίση σου θολώνει. Συγχαρητήρια!

Πλάνη η νύχτα και πλανάσαι πλάνην οικτράν, την ώρα εκείνη που παίρνεις τις μεγάλες αποφάσεις, χωρίς τη συμβουλή του μεγάλου αδερφού, ήλιου, που μπορεί να μην τον βλέπεις πάντα, αλλά σε κρίνει με την πρώτη αχτίδα του. Καταλήγεις λοιπόν τη νύχτα, να βάζεις το χέρι σου στη φωτιά ότι τον θέλεις πίσω και το πρωί το αξιολογείς σαν ένα μικρού μήκους, νοσταλγικό επεισόδιο.

Κάνεις ηλεκτρονική εγγραφή στο γυμναστήριο, προπληρώνεις ένα χρόνο και το πουρνό θυμάσαι ότι το γυμναστήριο δε θα γίνει για σένα ποτέ προορισμός. Λυπάσαι που χαθήκατε με κάτι φίλους για μια αστεία παρεξήγηση, αλλά το ξημέρωμα επιστρέφει η βεβαιότητα ότι, έτσι κι αλλιώς, θα χανόσασταν λόγω σοβαρής ασυμβατότητας χαρακτήρων.

Τσακίζεις το προφιτερόλ στα μουλωχτά, κι επειδή το κάνεις χωρίς φως, πιστεύεις ότι είναι χωρίς θερμίδες. Το πρωί η ζυγαριά θα σου εξηγήσει την απάτη. Δηλώνεις παραίτηση απ’ τη δουλειά σου, γιατί δεν είναι δουλειά, αλλά δουλεία και με το πρώτο φως κάνεις το σταυρό σου, που το ανακοίνωσες μόνο στον κολλητό σου κι όχι και στο αφεντικό σου.

Eμείς θα σε βρούμε μπροστά μας, όταν ανοίξουμε το επόμενο πρωί τα ματάκια μας και θα ‘χουμε εκατό αναπάντητες κλήσεις και κάνα δυο μηνύματα. Το «και» θα ‘ναι γραμμένο «κσι», το «Σ΄αγαπώ» θα ‘χει χάσει την απόστροφό του ένεκα της σύγχυσης και το «Άντε γαμήσου!» θα μοιάζει με όνομα αγίου και συγκεκριμένα αυτού, που δε σε πρόλαβε πριν πατήσεις το send. Κοινώς, δεν έχεις το Θεό σου!

Ίσως ξυπνήσουμε δίπλα σου, κι ανταμωθούν χαράματα τα απορημένα βλέμματά μας. Θα θυμηθούμε τα ροζ χθεσινοβραδινά σου λόγια, αλλά θα μας προσφέρεις για πρωινό αμηχανία. Εξάλλου, κάθε βράδυ γεμίζει το μυαλό κι αδειάζει το ψυγείο.

Μετά την απομάκρυνση απ’ το σκότος, όλα επιστρέφουν στις πραγματικές τους διαστάσεις κι οι προθέσεις απογυμνώνονται. Θα καταλάβουμε την παρεξήγηση και ψευτοσυναινώντας θ’ αποχωρήσουμε σαν να μην τρέχει τίποτα.

Εσύ αργότερα, θα δεις κάτι φίλους, για να πεις τα ρεζιλίκια σου, καθώς είναι γνωστό τοις πάσι ότι ντροπή που δε μοιράζεται είναι ντροπή «χεσμένου». Κάποιος θα σε νιώσει, κάποιοι θα μαγκωθούν, έπειτα από τη ζοφερή περιγραφή σου και σίγουρα κάποιος θα σε επιβραβεύσει μ’ ένα «Μωρέ μπράβο!».

Μεταξύ κατεργαρέων αξίζει να σημειωθεί, ότι το θάρρος γεννιέται τη μέρα και συντηρείται απ’ τα αλάνια τη νύχτα. Αλί στους αλήτες που θα το κάνουν μεταμεσονύχτιο θράσος και θα νιώσουν μια ψευδαίσθηση δύναμης κι αποφαστικότητας, που με το πρώτο «Φου!» του ήλιου, θα γίνει Φούφουτος!

Έχεις βρεθεί μπροστά μας πολλές νύχτες. Με τις φανφαρώδεις ατάκες και συμπεριφορές σου έχουμε γελάσει, έχουμε κλάψει ή έχουμε απλώς σηκώσει τα χέρια ψηλά. Το περίεργο είναι ότι μας έχεις βρει κι εσύ μπροστά σου σε κάτι «Μου λείπεις!», που όπως σου εξηγήσαμε μετά, το ‘χε στείλει ένα ρακούν κι όχι εμείς.

Στα «Μη με ξαναενοχλήσεις!», που κάναμε γρήγορα γαργάρα, κι έπειτα από υποδειγματικές κωλοτούμπες, ήμασταν εμείς αυτοί που ξαναενόχλησαν. «Αύριο οπωσδήποτε καφέ!» σου είπαμε και το ακυρώσαμε με το πρώτο ντριν του ξυπνητηριού. Αυτοί είμαστε! Όλοι διαφορετικοί κι όλοι αδύναμοι μετά το ηλιοβασίλεμα. Πόσες, άραγε, να ήταν οι τελευταίες φορές που είπαμε ότι θα είναι η τελευταία φορά που κάνουμε τους νυχτερινούς καμικάζι;

Κάθε φορά που βάζεις πέμπτη κι οι δηλώσεις σου νομίζεις ότι πιάνουν τη μέγιστη ταχύτητα ειλικρίνειας, πιστεύεις ότι θα βραβευτείς με όσκαρ διαύγειας πνεύματος. Είσαι τόσο βέβαιος ότι το προηγούμενο κακό ιστορικό σου πάει κάτι να σου πει, κάτι τύπου «Μη!» κι εσύ απαντάς με Στανίση και «Συγγνώμη, κύριε, ποιος είστε;».

Ντρέπεσαι τώρα που τα ξαναθυμάσαι, αλλά κρυφογελάς λιγάκι, γιατί οι στιγμές αυτές εκτός από ντροπή σου προσέφεραν και ντόπα, μια ντόπα για ζωή και διατάραξη των βαλτωμένων υδάτων της καθημερινότητάς σου.

Κι αν θέλουμε να ‘μαστε δίκαιοι, ας αναρωτηθούμε: Θα έβαζε κανείς το χέρι του σ’ αναμμένο τζάκι ότι τα παραμύθια κι οι υπερβολές μας είναι απότοκος νυχτερινών δυνάμεων κι ότι δε μοιάζουμε περισσότερο στη Χαλιμά κάθε πρωί, που δήθεν μετανιώνουμε;

Σε είδα! Μου ‘κλεισες το μάτι. Η ώρα είναι 03:58. Καλό μας ξημέρωμα.

 

Επιμέλεια κειμένου Βάσιας Δερμεντζοπούλου: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Βάσια Δερμεντζοπούλου