Παίζουμε όλοι σε κατηγορίες πρωταθλημάτων ποδοσφαίρου. Άλλοι Β’ τοπικό, άλλοι Champions League κι άλλοι καταδικασμένοι στην κατηγορία του friendzone. Στο πρωτάθλημα που όσο και να παλεύει ο άλλος δε βγαίνει νικητής.

Σε πλησιάζει γκομενάκι τελείως εκτός πρωταθλήματός σου. Συνάμα και τελείως εκτός γούστων σου. Δε πα’ να ‘ναι το καλύτερο παιδί. Αν αισθανθείς πως δε σου κάνει το ρημαδιασμένο εκείνη «κλικ» αλλά όντως μοιάζει καλής πάστας άτομο, θα ανοίξεις την πόρτα του friendzone, παραχωρώντας του μια θέση βολικά άβολη.

Ο καημένος ο άνθρωπος τι να πει και τι άλλο να κάνει; Το δέχεται. Άσχετα που μέσα του ξέρει πολύ καλά τι συμβαίνει και πως άλλες ήταν οι προθέσεις του, θα το καταπιεί. Ενδεχομένως θα πληγωθεί ή έστω θα απογοητευτεί, αλλά θα το πάρει απόφαση και θα προχωρήσει μετά από καιρό. Προφανώς και θα ξενερώσει, αλλιώς το φανταζόταν… Εσένα, όμως, δε θα σε νοιάξει καθόλου.

Οι λόγοι που μπαίνει κάποιος στο friendzone και δεν απορρίπτεται εντελώς ποικίλλουν, ένας όμως απ’ τους πιο συχνούς (και φυσικά παράλληλα απ’ τους πιο επιφανειακούς) είναι η εμφάνιση. Σίγουρα, το ωραίο και το άσχημο είναι υποκειμενικά κι αν εσένα ο άλλος δε σε τραβάει εμφανισιακά αλλά σου βγάζει γενικά κάτι θετικό, θα τον κρατήσεις στη ζωή σου σαν φιλαράκι σου, κι ας ξέρεις πως σε έβλεπε διαφορετικά.

Η εμφάνιση, όμως, είναι κάτι που εύκολα αλλάζει και μάλιστα κάποτε μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Συν ότι αλλάζουν και τα γούστα μας. Φαντάσου κάποιον που έβαλες friendzone πριν καιρό να τον δεις ξαφνικά άλλο άνθρωπο. Τόσο αλλαγμένο που να μην τον αναγνωρίζεις. Τόσο αλλαγμένο που τελικά να πλησίασε τα γούστα σου και με το παραπάνω.

Ας ελπίσουμε πως ο άλλος αποφάσισε να αλλάξει για την πάρτη του και μόνο κι όχι για την αποδοχή κάποιου άκυρου που αρχικά δεν τον εκτίμησε (ναι, εσύ είσαι αυτός). Το θέμα είναι πως ανανεώθηκε, ομόρφυνε και φαίνεται να ‘ναι στα καλύτερά του.

Αφού χαθήκατε για κάποιο διάστημα, συναντιέστε τυχαία σ’ ένα μπαράκι. Πίνεις το ποτό σου αμέριμνα κι ωραία. Το τυπάκι εκείνο σε ‘χει δει. Κακία δεν κράτησε για την ευγενική χυλόπιτά σου, έρχεται επομένως να σε χαιρετήσει, και κάπου εκεί εσύ σκαλώνεις. Καλά-καλά δεν τον/την αναγνωρίζεις. Μένεις με το στόμα ανοιχτό.

Ο παίκτης απολαμβάνει τη νίκη του, παίζει πολύ σωστά το παιχνίδι και σε αφήνει χωρίς πολλά-πολλά. Σε καληνυχτίζει με άνεση και πανηγυρική αδιαφορία. Εσύ απ’ την άλλη σκαλώνεις ακόμα πιο πολύ. Αναθεωρείς, συνειδητοποιείς, μετανιώνεις. «Πού ήταν;», «Πώς άλλαξε έτσι;», «Τι δεν έβλεπα τόσο καιρό;», «Θεέ μου, θα ‘χουμε μπλεξίματα» κι άλλες παρόμοιες σκέψεις.

Πιάνεις το κινητό να στείλεις στο κολλητάρι, πρέπει με κάποιον να μοιραστείς τις εξελίξεις. «Δε φαντάζεσαι ποιον/ποια είδα σήμερα» κι αρχίζεις τις περιγραφές. Κάθεσαι κι εξηγείς, κυρίως για να καταλάβεις εσύ τι ακριβώς συνέβη. Με τα πολλά, χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο στην ιδέα πως είχες μία ευκαιρία μ’ αυτόν τον άνθρωπο κι εσύ τον απέρριψες, βάζοντάς τον στο friendzone.

Έχεις αναθεωρήσει πλέον πλήρως. Είτε ο λόγος που έριξες τότε το πλάγιο Χ ήταν η εμφάνιση, είτε ήσουν κολλημένος αλλού και δεν έβλεπες τίποτα άλλο, είτε ωρίμασες πια συναισθηματικά κι άλλαξαν τα στάνταρ κι οι ανάγκες σου, ένα ξέρεις: αυτόν τον άνθρωπο τον θέλεις. Μετάνιωσες που τον έβαλες στο friendzone και προσπαθείς, μπας και… Αλλά συνήθως δεν… Στατιστικά οι πιθανότητες δείχνουν πως ‘χασες πλέον το παιχνίδι. Θα σε αφήσει να νομίζεις πως το ‘χεις ακόμα, η καυλάντα θα πάει σύννεφο κι ύστερα θα φροντίσει να σε γειώσει μ’ ένα ωραιότατο άκυρο.

Δες το σαν ένα μάθημα. Μην απορρίπτεις χωρίς να δώσεις μία ευκαιρία κι αν ακόμα αποφασίσεις να το κάνεις, κάνε το καθαρά. Χίλιες φορές να ρίξεις το άκυρο εξαρχής, παρά να βάλεις κάποιον στο friendzone και να το μετανιώσεις ύστερα. Γιατί οι χυλόπιτες ίσως και να αντιστρέφονται, το friendzone όμως δύσκολα.

«Σε βλέπω φιλικά» δεν έλεγες; Οι επιλογές, επιλογές κι οι συνέπειες, συνέπειες.

Συντάκτης: Δημήτρης Καλαλές
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη