Υπάρχουν άνθρωποι που κουβαλούν αμαρτίες καλά φυλαγμένες στα σεντούκια της μνήμης τους και όσο μεγαλώνουν τόσο το βάρος τους γίνεται ασήκωτο. Ζουν για την ημέρα που θα ξεφορτωθούν το φορτίο και θα απαλλαχθούν από τις τύψεις. Άλλωστε αμαρτία εξομολογημένη ουκ εστίν αμαρτία.

Λίγο οι πολιτικές εντάσεις, λίγο το καντήλι της ζωής που αργοσβήνει, λίγο οι τύψεις ήταν αρκετά για να οδηγήσουν την Κυρία Φρόσω στην αποκάλυψη της δικής της αμαρτίας.

«Τόσα χρόνια το κουβαλώ μέσα μου, μα θαρρώ θα σκάσω αν δεν το πω πριν κλείσω τα μάτια μου. Να με συγχωρέσετε, παιδιά μου, που αμάρτησα αλλά αν με ρωτάτε καθόλου δεν το μετανιώνω.

Νεαρό κορίτσι ήμουν μόλις 15 χρονών. Δύσκολα χρόνια τότε. Εσείς δεν ξέρετε τι θα πει πόλεμος και φτώχεια. Πάλι καλά είχαμε το ψιλικατζίδικο του πατέρα και πεινούσαμε κάπως λιγότερο απ’τους γείτονες.

Από τα 8 μου δούλευα στο ψιλικατζίδικο κι εξυπηρετούσα λογιών λογιών πελάτες. Αφού αναγκάστηκα να μάθω και λίγα γερμανικά.

Μία μέρα, λοιπόν, μπαίνει στο ψιλικατζίδικο ένας νεαρός περί το 1,80. Ήταν ξανθός και τα μάτια του λαμπίριζαν στο λιγοστό φως που έβγαζε το κερί. Ήρθε στα χακί ντυμένος και φορούσε μπερέ όχι καπέλο. Μου ζήτησε τσιγάρα και κουτσά στραβά συνεννοηθήκαμε. Του έκανε εντύπωση που έβλεπε κορίτσι πράμα στο μαγαζί και μάλιστα να μιλά σπαστά γερμανικά.

Ακόμα δεν είχε γίνει το προξενιό με τον παππού σας –Θεός σχωρέστον. Μα σαν τον είδα τον Γερμαναρά η καρδούλα μου χτυπούσε πιο γρήγορα κι από τα βήματα του στρατού σε έκτακτη ανάγκη.

Ποιος ήξερε από έρωτες, αγάπες και λουλούδια τότε; Όλα ήταν ένα συνοικέσιο. Ένα είδος συμφωνίας, ας πούμε. Έτσι είχαμε μεγαλώσει. Έτσι παντρεύτηκα και τον παππού σας. Τον αγάπησα με τα χρόνια αλλά ποτέ δεν ένιωσα τα πόδια μου να κόβονται σαν τον έβλεπα. Ποτέ δεν ανησύχησα μήπως δε με βρίσκει όμορφη. Ποτέ δεν του έγραψα ούτε ένα στιχάκι που να ομολογεί τον έρωτά μου. Πως θα μπορούσα άλλωστε;

Άλλος ήταν ο ένας και μοναδικός μου έρωτας. Αυτή είναι η αμαρτία μου. Δε λογάριασα ποιος ήταν κι ας ήταν εχθρός. Μου αρκούσε μονάχα η κουβέντα που κάναμε κάθε απόγευμα που ερχόταν για τσιγάρα. Μου αρκούσε που μου έπιανε στα κρυφά το χέρι και έκρυβε ένα λουλούδι μέσα για να μου δείξει που κι αυτός ήταν ερωτευμένος.

Δεν ήξερα πολλά για δαύτον μα λίγο μ’ ένοιαζε. Καταλάβαινα πως κατά κάποιον τρόπο πρόδιδα την πατρίδα μου και θλίβομαι που το λέω, μα λίγο μ’ ένοιαζε. Όταν ήρθε η ώρα, όμως, να επιλέξω να κλεφτώ μαζί του ή να τον αφήσω να φύγει μόνος του τότε μονάχα άρχισε να με νοιάζει.

Οι ρίζες μας ήταν διαφορετικές. Κι εγώ την προδοσία δεν την είχα ποτέ στο αίμα μου. Τον άφησα να φύγει. Ξερίζωσα τον έρωτα που είχα και του είπα «όχι».

Με περηφάνια τον άφησα να φύγει αλλά βαθιά μέσα μου πονούσα που δεν τον ακολούθησα. Η αμαρτία μου είναι που τον ερωτεύτηκα. Ε, όχι και να ξενιτευτώ με τον εχθρό όμως. Θα πήγαινε πολύ.

Τώρα, λοιπόν, που πρέπει μετά από τόσα χρόνια να πω ένα βροντερό «όχι» στη Γερμανία θα το πω κι αμαρτίαν ουκ έχω. Και θα το εννοώ και περισσότερο από όλα».

     

Συντάκτης: Χριστίνα Πέσιου