Είχα το χούι από κοριτσάκι ακόμα να παίρνω ένα μολύβι πάντα καλά ξυσμένο και μια πράσινη σβήστρα στο αριστερό μου χέρι και να αραδιάζω λέξεις σε μια κόλλα χαρτί. Οι λέξεις ήταν οι κούκλες μου.

Αντί για παράδειγμα να παντρεύω την Barbie με τον John John, πάντρευα την τάδε λέξη με τη δείνα.

Το αποτέλεσμα ήταν μια σελίδα γεμάτη ζευγάρια παράταιρα. Όταν ένα ζεύγος μάλωνε ή χώριζε απομάκρυνα την απόσταση μεταξύ τους, αλλάζοντάς τους καμιά φορά και σειρά.

Καθώς περνούσε ο καιρός, έβλεπα πως άρχιζα να ωριμάζω. Από την πιο απλή ηλικία, βρέθηκα σε μια πιο σύνθετη και έτσι, μαζί μου, άλλαζαν και οι λέξεις μου. Τις στόλιζα με κανένα επίθετο ή επίρρημα κι αμέσως άλλαζαν όψη. Γίνονταν πιο καθώσπρέπει, όπως και ‘γω. 

Όταν έφτασα στην εφηβεία πήρα, την απόφαση να σταματήσω πια να παίζω με τις λέξεις.

Έτσι κι έγινε. Για ένα χρόνο το μολύβι μου δεν αποτύπωσε ούτε μία λέξη. Στοιβάχτηκε, λοιπόν, μια αράδα από δαύτες που εγκλώβιζα καταπιεστικά στο νου μου και δεν κρατήθηκαν περεταίρω. Όσπου κάποια στιγμή ξεχείλισαν σαν χίμαιρα και βολεύτηκαν όπως-όπως, πάνω σε μία χαρτοπετσέτα.

Τελείωνα τη Β’ Γυμνασίου. Ήταν ένα ανοιξιάτικο βράδυ, όταν άρπαξα το πακέτο με τις χαρτοπετσέτες κι άρχισα να απελευθερώνω τις προτάσεις μου. Ήταν τόσο αργά το βράδυ που θα ξεσήκωνα τον κόσμο αν έψαχνα για χαρτί. Κι οι χαρτοπετσέτες καλές ήταν.

Έγραφα, έγραφα, έγραφα και ευχόμουν να μην ξημερώσει. Δεν έπρεπε να ξημερώσει πριν αδειάσω όλες τις σκέψεις μου, όλες αυτές που με έπνιγαν τόσο καιρό.

Μετά την εφηβεία έρχεται η ενηλικίωση και η φοιτητική ζωή που καραδοκούσε τόσα χρόνια.

Ούσα φοιτήτρια της Αγγλικής, το παιχνίδι καλά κρατούσε. Μάλιστα ήρθε κι εμπλουτίστηκε. Σαν να μη μου έφταναν οι ελληνικές λέξεις που έρχονταν να παίξουμε επί ίσοις όροις, να’ σου και οι αγγλικές. Άλλη μεταχείριση ήθελαν οι εγγλέζες και φυσικά δέχτηκα την πρόκληση.

Λίγο ο Shakespeare,  λίγο ο E.A. Poe και το σινάφι του, πολύ θέλει ο άνθρωπος για να παρασυρθεί στο παιχνίδι της τέχνης του λόγου;

Κάπου εδώ, λοιπόν, εντοπίζεται και η πρώτη μου συναναστροφή με μια δεινή παίκτρια του λόγου, την Κατερίνα. Διαβάζοντας το άρθρο «Ασφυξία», σκέφτηκα πώς σε αυτό το χώρο θα ταίριαζα περισσότερο από οπουδήποτε αλλού.

Και κάπως έτσι γλιτώνουν κι όσοι από εμάς βλέπουμε τη θολή γραμμή που διαχωρίζει τους γνωστικούς από τους φευγάτους.

Γι’ αυτό παίζουμε με τις λέξεις. Για να ξεγελάμε την τρέλα εγκλωβίζοντάς την στο χαρτί.

Για να αναπνέουμε αιωνίως. Για να μείνουμε αθάνατοι.

Συντάκτης: Χριστίνα Πέσιου