Διάβασε το Μέρος Β’ εδώ.

 

Το κινητό της χτύπησε κι έκανε αρκετά δευτερόλεπτα να κοιτάξει την οθόνη του για να δει ποιος την καλούσε, αφού ήταν σε μία συνάντηση του γραφείου. Με την άκρη του ματιού της είδε το αρχικό του ονόματός του. Σαστισμένη, σαν να μην πίστευε αυτό που έβλεπε, αποφάσισε να μην απαντήσει. Είχαν περάσει σχεδόν δύο μήνες από ‘κείνο το βράδυ στο πάρκο. Τι ήθελε και του ξαναζήτησε τον αριθμό του κινητού του; Μια χαρά θα ήταν τώρα, αν δεν το είχε αποθηκεύσει ξανά.

Η μέρα της κύλησε γρήγορα, αλλά χωρίς καθόλου συγκέντρωση και με τους παλμούς της καρδιάς της να ‘ναι ασταθείς. Σκεφτόταν και προσπαθούσε να αποφασίσει τι θα κάνει. Ο Λευτέρης κάλεσε μία φορά, το άφησε να χτυπήσει τρεις φορές και το έκλεισε. Έχουν περάσει έξι ώρες από τότε. Στον δρόμο για το σπίτι έβαλε το αγαπημένο της τραγούδι να παίζει. Εκείνο που της ανέβαζε την αδρεναλίνη και την έκανε χαρούμενη. Χωρίς αποτέλεσμα.

Η σχέση που είχε, έληξε άδοξα λίγες βδομάδες πριν, αφού όλη αυτή η αναστάτωση που της προκλήθηκε ξαναβλέποντάς τον την έκανε να θέλει να ‘ναι μόνη. Αφού ανέβηκε στο διαμέρισμά της, χαλάρωσε με ένα μπάνιο, τσίμπησε κάτι στα γρήγορα μπροστά στην τηλεόραση, μπας και κατάφερνε να ξεχαστεί, κι αφού ούτε με τη δουλειά που είχε φέρει σπίτι δεν κατάφερε να πάρει το μυαλό της από ‘κείνον, αποφάσισε να του τηλεφωνήσει.

Ο Λευτέρης απάντησε με την πρώτη. «Μελίνα! Δεν περίμενα να με πάρεις. Είμαι στο χωριό σου. Πες μου πού μένεις να έρθω να σε δω!» είπε με μια ανάσα, χωρίς να την αφήσει να αρθρώσει λέξη.

«Γεια σου, Λευτέρη, τι κάνεις, καλά;» του απάντησε αποφεύγοντας την ερώτησή του.

«Ναι, μια χαρά είμαι και θα ‘μαι ακόμη καλύτερα μόλις σε δω. Έλα, λέγε πού μένεις, μην το βασανίζεις! Δεν πιστεύω να κοιμάσαι με τις κότες κι από όσο έχω πληροφορηθεί δεν κοιμάσαι και με κανένα δίποδο τον τελευταίο καιρό» της είπε δηλώνοντας πως ήξερε ήδη ότι είναι μόνη ξανά.

«Είναι σχετικά αργά και βλέπω πως είσαι καλά πληροφορημένος. Πόσο θα μείνεις;» Δεν ήξερε αν ήθελε να βρεθούν κι όλη αυτή η αυτοπεποίθησή του την έκανε να υψώνει τείχη ενστικτωδώς.

«Η ώρα είναι οκτώ. Δεν πιάσαμε μεσάνυχτα. Ξημερώματα φεύγω. Οπότε, ή τώρα ή ποτέ» της απάντησε εμφανώς εκνευρισμένος.

«Συγγνώμη, Λευτέρη, αλλά δεν είμαι προετοιμασμένη για όλο αυτό και μου έρχεται και κάπως ξαφνικό. Ελπίζω να μας δοθεί η ευκαιρία κάποια άλλη στιγμή να βρεθούμε. Έχουμε να τα πούμε δυο μήνες. Δεν μπορείς να μου ζητάς να βρεθούμε και μάλιστα τόσο απροειδοποίητα. Κάποιοι από εμάς λειτουργούμε και με τη λογική. Καλό βράδυ και καλή επιστροφή. Αν είναι να τα πούμε, θα γίνει» του είπε κλείνοντάς του το τηλέφωνο ενώ ταυτόχρονα το απενεργοποίησε κιόλας.

Έξαλλος έγινε ο Λευτέρης κι αποφάσισε να βγει με την παρέα που είχε έρθει, να πιει, να φλερτάρει και να ξεχαστεί. Όπως έλεγε κι εκείνη, το ίδιο εγωιστικά, αμυντικά κι ανώριμα, «αν εσύ δε θέλεις μία, εγώ δε θέλω δέκα». Δε φτάνει που έριξε τα μούτρα του, έφαγε και πόρτα. Αυτό ήταν, δε θα παίξει άλλο το παιχνιδάκι της. Το έπιασε το υπονοούμενο και δεν είχε διάθεση να το αναλύσει κιόλας. Αρκετά!

Η Μελίνα, απ’ την άλλη, είχε κουρνιάσει στον καναπέ της και προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε γίνει μόλις. Από πού ήξερε ο Λευτέρης πως η σχέση της, για την οποία του είχε μιλήσει δυο μήνες πριν, είχε τελειώσει; Από πού μάθαινε νέα της; Γιατί ήταν τόσο πιεστικός να τη δει σήμερα; Και γιατί δεν την ειδοποίησε πριν έρθει στην πόλη της; Ένιωθε μουδιασμένη και μπερδεμένη ταυτόχρονα. Ούτε κι ήξερε αν έκανε καλά που ήταν τόσο απότομη. Αλλά αυτά της βγαίνουν αυθόρμητα, αφού ένιωθε πως έπρεπε να καλύπτει κάθε αδυναμία της για να μη φαίνεται ευάλωτη.

Ήταν γύρω στις εννιά, όταν χτύπησε το σταθερό της τηλέφωνο. Η κολλητή της την έκραξε επειδή είχε κλειστό το κινητό και τη διέταζε να ντυθεί, γιατί θα περνούσε σε μισή ώρα να την πάρει. Είχαν έρθει κάτι ξαδέρφια της κι έπρεπε να τα βγάλει έξω. Οπότε, σαφώς τη χρειαζόταν. Μάταια προσπαθούσε να την πείσει η Μελίνα να την αφήσει να κοιμηθεί νωρίς, γιατί δούλευε αύριο. Το κολλητάρι είχε ήδη δώσει οδηγίες ακόμη και για το τι θα βάλει, καθώς ήξερε πως η Μελίνα μπορούσε να πιαστεί απ’ το οτιδήποτε και, πέντε λεπτά πριν, να το ακυρώσει. Κι έτσι γρήγορα που κανονίστηκαν όλα, δεν πρόλαβε να της πει και για τον Λευτέρη.

Ακριβώς στις εννιά και μισή μπήκε στο αμάξι της φίλης της με κατεύθυνση το κέντρο. Έπρεπε να πάνε κάπου που θα είχε κόσμο και τις καθημερινές, οπότε το κέντρο ήταν μια ασφαλής επιλογή για να μπορέσουν να πουν και τα δικά τους εκείνες. Αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις, ξεκίνησαν με προορισμό το κλασικό στέκι τους.

Το παρκάρισμα ήταν δύσκολο, αφού το κέντρο είναι πάντα κέντρο και δεν έχει θέση ούτε για κάδο σκουπιδιών. Αποφάσισαν ν’ αφήσουν το αμάξι σε ένα πάρκινγκ, κι έτσι χρειάστηκε και να περπατήσουν. Ευτυχώς είχε σταματήσει η βροχή από νωρίς, αλλιώς θα την έπνιγε με τα ίδια της τα χέρια, κι ας έμενε χωρίς φιλενάδα.

Μπαίνοντας στο μαγαζί ακούει την εισαγωγή απ’ το αγαπημένο της τραγούδι κι αυτό την έκανε να νιώσει λίγο καλύτερα. Αφού βολεύτηκαν στο μπαρ, μέχρι ν’ αδειάσει κάποιο τραπέζι, και μόλις ήρθαν τα ποτά, ξεκίνησε να λέει στη φίλη της τι είχε γίνει. Αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρώτη πρόταση, αισθάνεται δύο χέρια να της κλείνουν τα μάτια.

«Τελικά, ήταν να τα πούμε σήμερα. Είτε θες να το πιστέψεις είτε όχι, η μοίρα έχει άλλα σχέδια για μας και δε βλέπω να μας ρωτάει» της είπε ενώ, ολοκληρώνοντας την πρότασή του, της ελευθέρωνε τα μάτια.

«Λευτέρη;» ψέλλισε πριν καν τον δει.

«Ναι, εγώ! Καλησπέρα κι από κοντά» της είπε φιλώντας την πεταχτά στο στόμα, μπροστά στη σαστισμένη φίλη της.

Η ζωή παίζει περίεργα παιχνίδια…

Συντάκτης: Σοφία Σοφιανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη