Διάβασε το Μέρος Α’ εδώ.

 

Οι επόμενες μέρες στο συνέδριο κύλησαν πολύ γρήγορα, αφού κι οι δυο είχαν πολλές επαγγελματικές συναναστροφές, πολλές συναντήσεις και γενικά δεν τους δόθηκε χρόνος να βρεθούν ούτε για λίγα λεπτά. Όποτε οι ματιές τους συναντιόντουσαν, φρόντιζαν να απομακρύνονται ακαριαία. Σίγουρα, προκαλούσε αμηχανία και στους δύο όλο αυτό κι ήταν κάτι που δεν καμουφλαριζόταν.

Στο αποχαιρετιστήριο πάρτι της επαγγελματικής αυτής συνεύρεσης δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Άλλωστε, δεν της ταίριαζε το κρυφτό. Ήταν και λίγο φυγόπονο –σκέφτηκε η Μελίνα– να προσπαθεί να τον αποφύγει. Κάτι έπρεπε να πουν. Μεγάλοι και πολιτισμένοι άνθρωποι ήταν. Με δυο ποτήρια βότκα στο χέρι την πλησίασε και της χαμογέλασε διστακτικά.

«Ήλπιζα να λέγαμε περισσότερα, αλλά δεν τα καταφέραμε» της είπε λιγάκι μαγκωμένος.

«Ευτυχώς να λες, γιατί αμφιβάλλω αν έχουμε πια κάτι να πούμε. Και, άλλωστε, δεν είναι κι η μόνη φορά που δεν τα καταφέραμε σε κάτι», απάντησε εκείνη κι αρνήθηκε, με ένα νεύμα, το ποτήρι που της πρόσφερε.

«Μελίνα, δεν καταλαβαίνω γιατί είσαι τόσο επιθετική κι άλλωστε όσο φταίω εγώ, φταις κι εσύ» ανταπάντησε, ευθύς αμέσως, με σηκωμένο φρύδι ο Λευτέρης.

Κάπου εκεί, η Μελίνα ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι της κι ενώ ήθελε τόσα πολλά να πει και να του προσάψει, αντιλήφθηκε ότι και για ‘κείνον δεν ήταν πολύ εύκολη αυτή η συζήτηση. Αποφάσισε να κατεβάσει ταχύτητα, να γίνει πιο γενική κι αόριστη και να μην πηγαίνει με τη γροθιά στο μαχαίρι.

Έμειναν στα τυπικά, είπαν τα νέα τους κι η Μελίνα διέκρινε μια σκοτεινιά στα μάτια του Λευτέρη, όταν του ανέφερε για τη νέα της σχέση και πόσο καλά περνούσε. Ίσως και να τα μεγαλοποίησε λίγο, σκέφτηκε εκείνος, αλλά καπνός χωρίς φωτιά δεν υπάρχει. Δεν μπορούσε να καταλάβει ο Λευτέρης αν αυτό που ένιωθε ήταν ζήλια ή κακία.

Μετά από λίγη ώρα, όταν έσπασε λίγο ο πάγος και γκρεμίστηκαν κάνα δυο τούβλα απ’ τα τείχη που είχαν χτίσει κι οι δύο γύρω τους, το κλίμα έγινε πιο ανάλαφρο. Μίλησαν για τους κοινούς γνωστούς που είχαν, την ηλεκτρονική παρέα που χάθηκε πια κι η κουβέντα κατέληξε στον απολογισμό εκείνου του σαββατοκύριακου γελώντας και σατιρίζοντας σχεδόν τα πάντα. Τα πάντα εκτός από ό,τι συνέβη μεταξύ τους.

Το ξημέρωμα τους βρήκε σε ένα πάρκο, με δυο κουτιά μπίρας να κάθονται οκλαδόν, χωρίς να τους ενδιαφέρει που τσαλάκωναν τα επίσημα ενδύματά τους, απέναντι ο ένας απ’ τον άλλον πάνω στο γκαζόν ξεκινώντας μια συζήτηση που κανείς δεν ήξερε πώς θα τελείωνε κι αν είχε κάποιο νόημα να γίνει, μετά από τρία χρόνια.

«Όταν έφυγες εκείνη την Κυριακή ένιωθα χάλια» της είπε. «Προσπάθησα να βάλω το μυαλό μου σε τάξη, χωρίς αποτέλεσμα. Αυτά που ένιωθα ήταν τόσο τρομακτικά που δεν μπορούσα να τα διαχειριστώ. Ζητώ συγγνώμη που δεν απαντούσα στα τηλεφωνήματά σου, αλλά ήμουν σε κατάσταση σοκ. Όταν ήμουν έτοιμος κι ήθελα να ξεκινήσουμε κάτι μαζί, εσύ ήσουν απότομη, κοφτή κι απόμακρη. Υπέθεσα πως θα μου ξανατηλεφωνούσες μετά από εκείνο το βράδυ που μου το έκλεισες σχεδόν κατάμουτρα, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ. Κι έτσι πίστεψα πως, μάλλον, ένιωθα μόνο εγώ. Έτσι επέστρεψα στην παλιά καλή μου ζωή, την τόσο κοινωνική επαγγελματικά και την τόσο επιφανειακή επί των διαπροσωπικών σχέσεων» είπε, κλείνοντας τον μακρύ μονόλογό του, κοιτώντας τη στα μάτια.

Η Μελίνα σάστισε με την ειλικρινή τοποθέτησή του κι απόρησε ταυτόχρονα γιατί επιτρέπει στον εαυτό της να γίνεται εγωίστρια, μην μπορώντας να μπει στα παπούτσια του άλλου χωρίς να νιώθει παράλληλα ότι μειώνει τον εαυτό της. Βέβαια, ήξερε ότι όλα αυτά θα μπορούσε να της τα ‘χε πει τότε κι όχι να περίμενε από ‘κείνη να τον ψάξει, αλλά ο καθένας έχει δικούς του τρόπους αυτοάμυνας κι αυτό έπρεπε να το είχε καταλάβει.

«Λευτέρη, από μία μεριά έχεις δίκιο, αλλά το άλλο μέρος της ζυγαριάς γέρνει προς το μέρος μου. Ό,τι έγινε, έγινε. Έχω προχωρήσει τώρα στη ζωή μου, είμαι καλά, ήρεμη και δεν έχω κουράγιο για νέα ξεκινήματα. Σε συμπαθώ, δυστυχώς, ακόμη» είπε με ένα γέλιο γλυκόπικρο.

Μετά από μια μικρή ανάλυση της μεταξύ τους κατάστασης αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλον με ένα φιλί στο μάγουλο κι υποσχέθηκαν να κρατήσουν επαφή -σαν φίλοι, αυτή τη φορά. Ίσως να κατάφερναν να ενώσουν ξανά και την αλητοπαρέα εκείνου του σαββατοκύριακου.

Όσο απομακρύνονταν ο ένας απ’ τον άλλον η Μελίνα γύρισε προς το μέρος του και τον είδε να πιάνει κουβέντα με μια παρέα που είχε πιάσει θέση τρία τέρμινα πιο κάτω, στο γκαζόν. Μάλιστα πρόσεξε πως γνώριζε κάποιο άτομο της παρέας ο Λευτέρης και θα έπαιρνε όρκο πως η αγκαλιά με τη μαυρομάλλα γυναίκα δεν ήταν καθόλου φιλική.

Δεν ήθελε να μπει σ’ αυτή τη διαδικασία. Άλλωστε, εκείνη ήταν καλά. Και θα χαιρόταν αν ήταν κι αυτός καλά κι ερωτευμένος. Όλα κι όλοι προχωράνε μπροστά, αλλά μερικές φορές σκαλώνει ο τροχός και παίρνει λίγη φόρα για να ξεκολλήσει, ορμώμενος απ’ το παρελθόν.

Μπαίνοντας στο ταξί τον άκουσε να γελάει δυνατά. Χάρηκε κι ήλπιζε να μην επικοινωνήσουν σύντομα. Δεν της έκανε καλό όλο αυτό. «Δεν είναι έρωτας ό,τι δεν έχει διάρκεια και συνέπεια» έλεγε και ξαναέλεγε στον εαυτό της. Τα συναισθήματα θέλουν ειλικρίνεια, τσαλάκωμα κι αξιοπρέπεια οριακά στη βάση. Η λογική –που τόσο πολύ έπρεπε να επιστρατεύσει τώρα– πρέπει να λείπει όταν θες κάποιον. Έπρεπε να σταματήσει να γυρίζει στο κεφάλι της όλη αυτή την κατάσταση. Κακώς δήλωσε συμμετοχή και βρέθηκε εδώ, κοντά του. Ήταν καλά και περνούσε ακόμη καλύτερα χωρίς αυτόν.

Τελικά, μάλλον, η ζωή δεν έχει ιδέα…

Συντάκτης: Σοφία Σοφιανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη