Διάβασε εδώ το Β’ μέρος της ιστορίας.

Mετά από ‘κείνο το βράδυ δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ. Ήταν κάτι σαν συμφωνία μεταξύ ενηλίκων, ένας ξεκάθαρος φραγμός για την ανάπτυξη οποιασδήποτε συναισθηματικής εμπλοκής. Ήταν η πιο ασφαλής επιλογή για δυο ανθρώπους που παρά το σύνηθες, κατάλαβαν πως μέχρι εκεί πάει.

Άλλωστε αυτό είναι και το μεγαλύτερο ελάττωμα των ανθρώπων, να θέλουν πάντα κάτι παραπάνω, αγνοώντας επιδεικτικά τις συνέπειες που τρέχουν καταπάνω τους. Και μετά πληγώνονται.

Κι ο Αντρέας ήταν πολύ πληγωμένος, τόσο που δεν τολμούσε να το παραδεχτεί στον εαυτό του και το ‘κρύβε περίτεχνα πίσω από μια απάθεια που είχε αρχίσει να δίνει τη θέση της σε ένα διαρκές καθημερινό μούδιασμα.

Έτσι περπατούσαν οι μέρες και οι νύχτες τρέχανε, μέχρι να δώσουν τη θέση τους στο επόμενο ξημέρωμα, που θα ‘βρισκε τον Αντρέα μεθυσμένο, σχεδόν λιπόθυμο, να χάνει σιγά σιγά κάθε ίχνος συνείδησης. 

Απόψε ήταν άλλη μια τέτοια νύχτα. Ήταν σκυφτός πάνω από τον υπολογιστή του και πάσχιζε να σχηματίσει μια αξιοπρεπή πρόταση. Ο κέρσορας αναβόσβηνε ειρωνικά, τον κορόιδευε κι αυτός όπως κι ο μεγάλος παλιός καθρέφτης που στεκόταν κοντά στην πόρτα του.

Ούτε που κατάλαβε πώς βρέθηκε να περπατάει μέσα στη νύχτα με άγνωστη κατεύθυνση. Πήρε να κατεβαίνει την κατηφόρα του σπιτιού του κι ένιωσε τη βροχή να του τρυπάει το δέρμα μαζί με τον παγωμένο αέρα που την ταξίδευε. Μα δεν τον ενόχλησε, το βρήκε μάλλον παρήγορο, αφού ένιωθε κάτι που μετά από πολύ καιρό, δεν ήταν το τίποτα.

Ήθελε να καθαρίσει το μυαλό του από εκείνη, από τον ίδιο του τον εαυτό, από τόσα λάθη, από όλη αυτήν τη σύγχυση που του προκαλούσαν οι αποφάσεις που ήταν ανίκανος να πάρει. Τα βήματά του τον οδήγησαν στο σπίτι του φίλου του, του μοναδικού ανθρώπου που τον ανεχόταν κι απορούσε γιατί.

Έστριψε στη γωνία κι έκανε περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, όταν έμεινε να κοιτάζει παγωμένος το θέαμα που αντίκριζε. Στην αρχή δεν το πίστεψε, άλλωστε ήταν πολλές οι φορές που ήλπιζε να την είχε δει στο δρόμο, τόσες που είχε αρχίσει να πιστεύει πως έχει παραισθήσεις. Έκανε δυο βήματα να πλησιάσει μα τα πόδια του μαρμάρωσαν γι’ άλλη μια φορά στο έδαφος.

Ήταν εκείνη. Στεκόταν με το κόκκινο παλτό της μέσα στη βροχή, τα χέρια στις τσέπες της, τα μάτια της είχαν χαθεί μέσα στο κίτρινο φως της πόλης. Ήταν εκείνη σίγουρα, δε θα μπορούσε να είναι κάποια άλλη άλλωστε. Και απέναντί της, στην ανοιχτή πόρτα της πολυκατοικίας, στεκόταν ο Θωμάς. Ο καλύτερός του φίλος, αυτός που υποτίθεται θα μοιραζόταν μαζί του ένα τσιγάρο μια μπίρα και πολύ κουβέντα γι’ αυτήν ακριβώς τη γυναίκα, που ο ίδιος είχε να δει πάνω από έξι μήνες. 

Έψαξε κάτι σαν τοίχο για να στηριχτεί και περίμενε. Ήθελε να φύγει μα ένα κομμάτι του μαζοχιστικά επέμενε να αντικρίζει το θέαμα, αυτό το μπερδεμένο και αλλόκοτο πράγμα που δυσκολευόταν να ονομάσει. Εκείνη αγκάλιασε το Θωμά και χάθηκε μετά από λίγα δευτερόλεπτα στο διπλανό στενό. Δεν τον είδε ποτέ να στέκεται εκεί και να την κοιτάει. Δεν τον είδε ποτέ να σπάει σε χίλια κομμάτια.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και το μουδιασμένο σώμα του Αντρέα άρχισε να σφίγγει από θυμό. Πέντε δευτερόλεπτα αργότερα χτυπούσε μανιασμένα το κουδούνι του φίλου του.

«Κατέβα κάτω», ήταν οι λέξεις που μπόρεσε να αρθρώσει μέσα στον πανικό του.

Ανυποψίαστος ο Θωμάς άνοιξε τη βαριά γαριασμένη πόρτα της πολυκατοικίας γεμάτος ερωτηματικά για τη στάση του. Μα δεν πρόλαβε να μιλήσει. Ο Αντρέας τον άρπαξε από την μπλούζα και τον έσυρε στο πεζοδρόμιο. Μόλις που ξαναβρήκε την ισορροπία του και προσπάθησε να ηρεμήσει τα πνεύματα, ήρθε το δεύτερο χτύπημα, πιο δυνατό αυτή τη φορά.

«Γιατί ρε μαλάκα; Εσύ που ήσουν φίλος μου! Ήσουν φίλος μου ρε μαλάκα! Γιατί; Πες ρε γιατί;»

Ούρλιαζε, κατακόκκινος από θυμό, δεν έλεγχε χιλιοστό της δύναμης και του εαυτού του, το μόνο που ήθελε ήταν να τον πονέσει. Δυο φίλοι που τώρα ήταν οι χειρότεροι εχθροί, που τώρα ματώνανε τα χέρια και τα πρόσωπά τους, που κυλιόντουσαν στο πεζοδρόμιο σα ζώα.

Ο Θωμάς βρισκόταν κάτω από το σώμα του Αντρέα, με ανοιγμένη μύτη και ακινητοποιημένα χέρια, όταν φώναξε με κομμένη ανάσα:

«Σταμάτα! Τίποτα δεν έχει γίνει ξεκόλλα! Τίποτα!»

Ο Αντρέας πετάχτηκε από πάνω του σαν να είχε κολλήσει κάτι απόλυτα σιχαμερό στα ρούχα του, δεν ήθελε καν να τον αγγίζει, μα η οργή του είχε κάπως κοπάσει. Αποφάσισε να ακούσει.

«Εγώ της είπα να έρθει ρε μαλάκα, επειδή δεν την πάλευες άλλο. Πήρε και ρώτησε τι κάνεις. Ήθελε να σε βρει αλλά δεν ήξερε αν είναι καλή ιδέα και της είπα να έρθει να το συζητήσουμε. Σ’ αγαπάει μαλάκα. Και δεν το αξίζεις.»

Σηκώθηκε και μάζεψε τη μπλούζα του που είχε πέσει στο δρόμο.

«Τράβα σπίτι σου. Θα τα πούμε αύριο.»

Δεν πήγε σπίτι του όμως. Ήταν πια όλα ένα χάος, δεν μπορούσε να διαχειριστεί τίποτα, δεν ήξερε τι να πιστέψει δεν είχε λογική πια για να συζητήσει μαζί της. Ξημέρωμα πια και με ζωή κομμάτια, έκλεινε την πόρτα πίσω του. Έκανε δυο βήματα κι αντίκρισε και πάλι τον καθρέφτη του. Μα αυτή τη φορά δεν ήθελε να ξαναδεί αυτό το φοβισμένο παιδί με το άδειο βλέμμα.

Σήκωσε τον καθρέφτη και τον άφησε να πέσει με φόρα στο πάτωμα. Όλοι του οι φόβοι ήταν πια θρύψαλα. Κι έτσι όπως έλαμπαν τα χιλιάδες κομμάτια του στο φως του ήλιου, χαμογέλασε γιατί πια ήξερε.

Σ’ αγαπάει ρε μαλάκα. Κι ας μην το αξίζεις.

 

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου