Διάβασε το Μέρος Γ’ εδώ.

 

Ένας δυνατός κρότος και μετά σιωπή. Βλέπετε, κάπως έτσι είναι ο θάνατος. Μια φασαρία έντονη και μετά η απόλυτη σιγή. Ένας δυνατός πόνος. Ένας θόρυβος που αυτόματα σε κάνει να κλαις, να αναπολείς κάθε «αν». Να αντιλαμβάνεσαι πως κάθε «ίσως» γίνεται μια βεβαιότητα, κάθε ερωτηματικό μία τελεία.

Ίσως αυτό είναι ο θάνατος, μια αυστηρή τελεία που μπαίνει στο ταμπλό της ζωής. Είναι ίσως ένα κεφαλαίο που σκίζεται απότομα απ’ το βιβλίο της ζωής μας. Και στην αρχή συνδυάζεται από θόρυβο. Θόρυβο και πόνο, αλλά ξεχνάμε τελικά εύκολα εμείς οι άνθρωποι. Κι η απώλεια ίσως ξεκινάει να γίνεται, τελικά, συνήθεια. Κι αυτό το κενό, αν και κενό, πιάνει χώρο μες στις σκιές του παρελθόντος. Κι η ησυχία παίρνει τη θέση του χαμού.

Η ησυχία κατακλύζει και σκεπάζει τους βουβούς σπαραγμούς. Και ξεκινάμε να ξεχνάμε. Κάπως ειρωνικό, πάντα θα υψώνουμε αυτό το ποτήρι στο όνομα αυτού του κάποιου. Αλλά θα ‘χουμε ξεπεράσει τον πόνο, σωστά; Σαν να μην υπήρξε ποτέ.

Κι η ησυχία έσπασε απ’ τους βουβούς σπαραγμούς. Δύσκολο πράγμα ο πόλεμος. Να ‘σαι πάνω από το πτώμα ενός ανθρώπου που αγάπησες και να μην μπορείς να τον θρηνήσεις ανάλογα. Ακόμα πιο δύσκολο πράγμα ο πόλεμος, να χάνεις έναν δικό σου άνθρωπο και να μην το ξέρεις.

Έτρεξε διπλά στο παράθυρο, κρατώντας τη μικρή ηλεκτρική συσκευή στα χέρια της, και τον κίτρινο ταλαιπωρημένο φάκελο. Κοίταξε τις ηλιαχτίδες που γαργαλούσαν τον ορίζοντα και σήμερα. Μέρες τώρα μιλάγανε για την απελευθέρωση της Κρήτης. Κι απλά έψαχνε κάποιον σταθμό στο ραδιόφωνό της. Κάποιον σταθμό που θα μίλαγε για την επιστροφή. Για την επιστροφή των στρατιωτών στα σπίτια τους. Στους ανθρώπους τους.

Έπιασε τον τόσο πολύτιμο φάκελο στα χέρια της. Τον χάιδεψε και τον έχωσε στη μύτη της. Σαν να μύριζε τον ίδιο. Και ταξίδεψε κλείνοντας απλά τα μάτια της. Αναπολώντας στιγμές. Ταξίδεψε τον εαυτό της σε έναν καλοκαιρινό έρωτα. Σε ένα απόγευμα συνοδευόμενο απ’ τον ήχο των κυμάτων, κι άκουσε γέλια έντονα.

«Δε θα με πιάσεις» φώναζε καθώς έτρεχε κι άφηνε τον αέρα να μπλέξει τα μακριά μαλλιά της.

«Τρέξε όσο προλαβαίνεις, επειδή σχεδόν σε έφτασα» φώναξε καθώς πήδηξε και την εγκλώβισε στα χέρια του. Την έριξε με το σώμα του κάτω στην άμμο, και ξεκίνησε να την φιλάει γαργαλώντας τη σε όλο της το κορμί.

«Βοήθεια, βοήθεια κάποιος να με σώσει» προσπαθούσε να φωνάξει μέσα στα γέλια της.

«Έτσι είσαι;» Τη σήκωσε στον ώμο του, κατευθύνοντάς την προς τη θάλασσα. «Τώρα θα τα πληρώσεις όλα», γέλαγε καθώς τη βούτηξε μέσα στα κρύα νερά.

Φωνές, γέλια, πειράγματα κι η καρδιά τους σε μια απόλυτη αρμόνια. Σε μια απόλυτη αρμόνια που σχεδόν άγγιζε την ευτυχία. Ίσως ευτυχία δεν είναι η σύνδεση δυο ανθρώπινων σωμάτων αλλά η σύνδεση κι η ένωση δυο ανθρώπινων ψυχών. Και κάπως έτσι, κι οι δυο βυθίστηκαν αυτόματα σε μια κοινή ησυχία. Βρεγμένοι, με το φεγγάρι να τους αγκαλιάζει και να τους φέρνει ακόμα πιο κοντά. Μια ησυχία πάνω στην όποια κυριάρχησαν οι ματιές τους. Και βυθίστηκαν μέσα σε αυτήν, απλά κοιτώντας ο ένας τον άλλον, μέχρι να πνίξουν τους πόθους τους με ένα φιλί.

«Σπύρο, μη φύγεις πάλι, μη με αφήσεις, θα βρούμε έναν τρόπο» του ψέλλισε.

«Ξέρεις πως δεν μπορώ. Μερικές φόρες τα “πρέπει” μας είναι πιο ισχυρά απ’ τα “θέλω” μας. Θα σε χαζεύω από μακριά, θα με χαζεύεις από μακριά, ξέρεις πως θα ‘μαι εδώ.»

Ξύπνησε απότομα απ’ τη λήθη της κι άγγιξε τον φάκελό της. Τον έσκισε κι έβγαλε το περιεχόμενό του, χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήξερε πως αυτήν τη φόρα θα ‘ρχόταν και θα ήταν για πάντα.

Χάζεψε τον ήλιο που έκανε τις βουκαμβίλιες να γυαλίζουν. Και χαμογέλασε σαν να ένιωσε λίγο την ελευθερία του έρωτα.

Αγαπητή επιζώσα,

Νομίζω πως, κατά τη λήξη ενός πολέμου, αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για να προσφωνήσεις κάποιον. Τον κάνεις να εκτιμάει λίγο παραπάνω τη θέση του. Και σκέψου πως παραμένεις ένα πλάσμα ζωντανό, μέσα σε τόσες ψυχές που ποδοπατήθηκαν.

Ονομάζομαι Γιώργος. Και θα αναρωτιέσαι γιατί να παίρνεις γράμμα από έναν άγνωστο, ενώ θα περίμενες κάποιον άλλον. Ήμουν, βλέπεις, εκεί σε κάθε προβληματισμό του Σπύρου. Σε κάθε μέρος του, σε αυτόν τον αγώνα της ελευθερίας. Κι ομολογώ πως δεν έχω δει μάτια πιο ερωτευμένα. Ξέρω, δε στο ‘χε πει ποτέ. Ξέρω, δεν είχε μείνει ποτέ, αλλά αυτό που ένιωθε για ‘σένα ήταν τόσο δυνατό που σχεδόν το ένιωσα κι εγώ.

Κι, αλήθεια, εύχομαι να τον σκεφτόσουν και να τον σκέφτεσαι. Κι αυτό για να μη σου είναι αδιάφορο αυτό το γράμμα. Επειδή τον βασάνιζε. Τον βασάνιζε το αν η σκέψη σου τον αγκαλιάζει. Λυπάμαι που δεν το ζήσατε ποτέ. Που κρύψατε μια φλόγα. Που θάψατε έναν έρωτα κρυφά μέσα σας. Μακάρι να τον μισούσες, θα ‘ταν πιο εύκολο.

Έφυγε με έναν πόνο. Κι είμαι σίγουρος, ήσουν η κύρια μνήμη του. Να τον θυμάσαι γεμάτο έρωτα για ‘σένα.

Να προσεχείς, και τον νου σου. Απόλαυσε τον ελεύθερο ουρανό.

Κοίταξε ξανά τις βουκαμβίλιες κι είχαν πάρει πλέον γι’ αυτήν ένα μαύρο χρώμα, όσο άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν και τα όνειρα να γκρεμιστούν.

Συντάκτης: Νταϊάνα Κραέτε
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη