Αχ, βρε παιδιά, τι θα κάνουμε πια με αυτές τις σχέσεις; Ξέρεις για ποιες λέω. Για εκείνες τις σύντομες, τις εφήμερες, τις διασκεδαστικές, που γεμίζουν τις μπαταρίες σου κι εκτοξεύουν την αυτοπεποίθησή σου, μέχρι εκείνη τη μοιραία στιγμή που αιφνίδια τελειώνουν. Κι ενώ όλα είναι καλά κι έχεις χωνέψει πια ότι κάποια πράγματα πρέπει να κρατάνε μόνο για λίγο, έχεις βάλει τα δυνατά σου να απολαύσεις κάθε στιγμή αυτού που ζεις στο έπακρον, κάπου εκεί στον ύπνο σε πιάνουν και ξυπνάς σε ένα –ανεξήγητα– άδειο κρεβάτι. Σπαστικό, ε;

Πόσους έχουμε ακούσει να γκρινιάζουν γι’ αυτό το θέμα, να βαλαντώνουν πάνω απ’ το τηλέφωνο περιμένοντάς το να χτυπήσει, δικαιολογώντας το πρώην ταίρι τους για την εξαφάνιση –ωχ, συγγνώμη– την απουσία του ήθελα να πω. Και μετά, όταν οι ώρες κι οι μέρες κι οι βδομάδες περνούν, κι οι αναπάντητες δίνουν και παίρνουν, γυρνάνε και ρωτάνε, με ένα βλέμμα ειλικρινούς απορίας, «γιατί;». Και, φυσικά, μπορείς να καταλάβεις ότι δεν τους νοιάζει τόσο το «γιατί τελείωσε» -ήξεραν ήδη ότι θα τελείωνε, αργά ή γρήγορα. Αυτό που τους τσιγκλάει είναι το «Γιατί έτσι; Χωρίς καμία εξήγηση;».

Είναι πραγματικά αστείο, αν το καλοσκεφτείς. Αυτός ο άνθρωπος, με τον οποίο μοιράστηκες στιγμές και –ίσως– συναισθήματα, λόγια και σκέψεις σου, έγινε καπνός στα καλά καθούμενα αφήνοντάς σε στα κρύα του λουτρού. Και τώρα εσύ κάθεσαι κι αναρωτιέσαι τι στο καλό συνέβη, πού άνοιξε η γη και τον κατάπιε, ποιος τον απήγαγε ή –ακόμα χειρότερα– τι έκανες και τον απώθησες έτσι ξαφνικά. Πολλά τα ερωτήματα, μα λίγες οι απαντήσεις.

Από ‘κει που περνάγατε εικοσιτετράωρα ολόκληρα παρέα κι ήξερες μέσες άκρες πού άραζε και με ποιους όταν ήσασταν χώρια, τώρα περιμένεις το insta story του για να σου μαρτυρήσει την τοποθεσία του, την παρέα του ή ακόμα και το mood του. Βλέπεις το μούτρο αυτό χαρούμενο, ξέγνοιαστο, σαν να μην του λείπει τίποτα -κι ακόμα δε σου έχει περάσει απ’ το μυαλό ότι μόνο σε ‘σένα λείπει κάτι.

Γιατί, στην πραγματικότητα, όσο εσύ κάθεσαι κι αναλύεις την κάθε του κίνηση σε μια προσπάθεια να εξηγήσεις την παράταιρη συμπεριφορά του, εκείνος κι η παρέα του γελούν και σχεδιάζουν τη νέα του κατάκτηση, ανοίγοντας μπουκάλια σε νέα στέκια -τα παλιά τα βαρέθηκαν, όπως ίσως κι εσένα. Κι όταν, τελικά, στο σηκώσει το ρημαδοτηλέφωνο, θα ‘ναι για να σου ανακοινώσει –κι επίσημα– ότι το γλυκό έκοψε κι η παράσταση τελείωσε∙ έχετε χωρίσει. Περισσότερο τραγελαφικό παρά αστείο, θα ‘λεγα, τελικά.

Μα γιατί συμβαίνει αυτό, βρε παιδιά; Αυτό το «γιατί» μας βασανίζει όλους! Πού πήγαν οι εποχές που ένα απλό, κοινότοπο, αναίμακτο «Δε φταις εσύ αλλά εγώ» αρκούσε για να μας δώσει ένα ικανοποιητικό τέλος; Ξέραμε όλοι τότε ότι μας έλεγαν ψέματα. Ξέραμε ότι, στην πραγματικότητα, φταίγαμε κι οι δύο, γιατί απ’ την αρχή του ειδυλλίου βλέπαμε τη γραμμή τερματισμού και τρέχαμε κατά πάνω της. Μα αυτός ήταν κι ο λόγος που μπήκαμε στον αγώνα και παίξαμε το παιχνίδι. Αναζητούσαμε το ίδιο –βραχυπρόθεσμο– ρομάντζο, τίποτα φαντασμαγορικό ή υπερβολικό. Μία δόση ντοπαμίνης για να μας κάνει να νιώσουμε ζωντανοί.

Και να που κάποιος κότεψε και το ‘βαλε στα πόδια. Κάποιος που βαρέθηκε κι, αντί να το πει, επέλεξε τον εύκολο δρόμο, εκείνον που θα τον έβγαζε απ’ τη δύσκολη θέση. Γιατί η αλήθεια είναι ότι κανένας χωρισμός δεν είναι εύκολος, όσο αναμενόμενος κι αν είναι. Όλοι έχουν εκείνη την αμήχανη στιγμή τους, όπου δύο άνθρωποι αναγκάζονται να αλλάξουν κατευθύνσεις και να απομακρυνθούν. Αυτό που δεν καταλαβαίνει, όμως, αυτός που επιλέγει να ανταλλάξει την αμηχανία με τη λιποταξία, είναι ότι τελικά κάνει πολύ πιο αμήχανα και περίεργα τα πράγματα απ’ ό,τι θα ήταν υπό φυσιολογικές συνθήκες. Στην τελική, φοράει μόνος του τον τίτλο του μαλάκα και δεν αφήνει περιθώρια συγχώρεσης, μετάνοιας ή έστω διπλωματικής συνύπαρξης στον ίδιο χώρο με το άλλο πρόσωπο.

Όχι, δεν τα λέω αυτά για να κρίνω κανέναν. Η κρίση γίνεται αυτόματα, μα δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι μπας κι έχεις χωρίσει κι εσύ και δεν το ξέρεις; Για κάνε έναν απολογισμό. Για προσπάθησε να δεις καλύτερα τα νερά που έχει θολώσει το πρόσωπο. Κάνε τις κατάλληλες ερωτήσεις –στον εαυτό σου αλλά και στον άλλο– και προσπάθησε να μην πέσεις απ’ τα σύννεφα, αν το σενάριο που ζεις είναι αυτό που περιγράφεται εδώ.

Όσο κι αν δε φαίνεται πολλές φορές, όλοι στο ίδιο στρατόπεδο παίζουμε, στην ίδια μάχη. Αν υπάρχει έστω και μία ευκαιρία να σώσουμε κάποιον συμπολεμιστή, ας το κάνουμε. Γιατί, αλήθεια, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο απ’ την αλληλεγγύη και τίποτα χειρότερο απ’ τα κοτόπουλα.

Συντάκτης: Ελευθερία Αντωνοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη