Διάβασε το Μέρος Γ’ εδώ.

 
Εποχή καλοκαιριού κι η Λένα έπινε τον καφέ της στην πλατεία Ναβαρίνου με την παρέα της και το αγόρι της. Πέντε χρόνια είχε να «πέσει» πάνω του. Απέφευγε τα μέρη που ήξερε ότι σύχναζε εκείνος και πολύ καλά έκανε. Ή έτσι νόμιζε τουλάχιστον. Αν τον έβλεπε συχνά ίσως να μην την έπιανε αυτό το τρέμουλο εκείνη την ημέρα. «Γιώργο, Γιώργο έλα εδώ. Αχ άτιμο. Πάλι τα περιστέρια κυνηγάς;» Χαμήλωσε το βλέμμα της κι αντίκρισε μια μικρογραφία του Αλέξανδρου. Πέρασε από δίπλα της κι ούτε καν την πρόσεξε. Είχε μάτια μόνο για τον γιο του. «Το ήξερα ότι θα γίνει ο καλύτερος πατέρας. Το έλεγα και στη Μαρία τότε», σκέφτηκε. Χάρηκε που τον είδε στην πόλη. Πολύ χάρηκε. Ήθελε να ξέρει ότι είναι καλά, κι ας μην τον είχε η ίδια.

Έπρεπε να μιλήσει στη Μαρία. Ήταν η μόνη που θα καταλάβαινε το τρέμουλό της. Με εκείνη είχε περάσει τα περισσότερα βράδια κλαίγοντας τον «μακαρίτη». «Μαρία, τον είδα. Με τον μικρό. Ευτυχώς είναι κόπια του.», γέλασε δυνατά. «Ναι, το ξέρω. Τον είδαμε τις προάλλες. Λένα, χώρισε. Έχει ένα χρόνο περίπου». «Γιατί δε μου το είπες;». Ούτε η ίδια δεν ήξερε γιατί την έκανε εκείνη την ερώτηση.

Είχαν περάσει πέντε χρόνια. Τι είχε μείνει πια; Δεν της έδωσε ποτέ μια ξεκάθαρη απάντηση για ποιο λόγο χάλασε όλο αυτό που είχαν. Και τώρα ήταν με άλλον. Γιατί την έκαιγε ο Αλέξανδρος; Γιατί;  Ήταν οι σκέψεις της που γίνανε λέξεις στο στόμα της Μαρίας, από την άλλη γραμμή του ακουστικού. «Ώχου. Εντάξει, ρε Μαρία. Απλά είχα δικαίωμα να ξέρω». «Κανένα δικαίωμα δεν είχες κι αυτό  είναι που χρειάζεται να ξέρεις», της απάντησε η Μαρία και με ένα «Βιάζομαι» της έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα.

Το ίδιο βράδυ, την πήρε τηλέφωνο η παλιά παρέα και της είπε ότι κανόνιζαν reunion στο στέκι εκείνο. Σ’ εκείνο που γνώρισε τον Αλέξανδρο. Μοίρα θες; Κάρμα θες; Δεν μπορούσε να μην το συνδυάσει εκείνη τη στιγμή. «Υπολογίστε κι εμένα» απάντησε αυθόρμητα στο ομαδικό τσατάκι. Ντύθηκε, στολίστηκε, βάφτηκε, έγινε μια κούκλα με τα όλα της και πήγε στο μαγαζί με την ελπίδα να τον πετύχει εκεί.

Δούλευε. Ακόμη εκεί. Μετά από 5 χρόνια, ακόμη εκεί. Την είδε. Την κατάλαβε. Την ένιωσε. «Καλησπέρα σας» της είπε με χαμόγελο κι υπόκλιση. Σαν να μην πέρασε μια μέρα κι ας είχανε περάσει 5 χρόνια. «Καλησπέρα Αλέξανδρε. Είσαι καλά;». «Βαστάω ακόμη. Εσύ;». «Κάπως έτσι κι εγώ!».

Του χαμογέλασε και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι που καθόντουσαν οι φίλοι της. Είχε να έρθει από τότε στο «στέκι» της. Είχε αλλάξει το μαγαζί αρκετά. Όλα της ήταν τόσο γνώριμα και τόσο άγνωστα ταυτόχρονα. Όλα εκτός από εκείνον. Της έφερε τη ρετσίνα πριν καν μπει στον κόπο να παραγγείλει. Δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα της από πάνω του κι εκείνος το ίδιο, όπως στην πρώτη τους γνωριμία.

Η Λένα κι η Νατάσα, είχανε μείνει τελευταίες στο μαγαζί – η παρέα είχε διαλυθεί καμιά ώρα νωρίτερα. Εκείνη τη στιγμή, Ο Αλέξανδρος πλησίασε με το ποτήρι του και κάθισε δίπλα στη Λένα. Όπως παλιά. Όσο μιλούσανε, η Λένα άρχισε να θυμάται γιατί  τον ερωτεύτηκε τότε. Ήταν απλός. Δεν ήθελε πολλά. Μόνο αυτά που είχε. Ήταν ευτυχισμένος με αυτά που είχε. Της μίλησε γι’ αυτά που ήξερε ήδη εκείνη. Για το παιδί, για το γάμο του, για το χωρισμό του. Εκείνη τον άκουγε και τον κοιτούσε με προσοχή. Κάποια στιγμή, σε μια στιγμή αμηχανίας, της είπε ότι μεγάλωσε κι ομόρφυνε. Εκείνη κοκκίνισε και χαμήλωσε το βλέμμα. Είχε φτάσει 24 πια κι εκείνος 35, κι όμως, ο χρόνος του φέρθηκε ευγενικά. Ίδιος είχε μείνει.

«Θα συνεχίσετε μετά;», τη ρώτησε. «Ναι, έτσι λέμε. Εσύ θα γυρίσεις σπίτι;». «Θα ήθελα να πάω για μια μπίρα…» στη χροιά της φωνής του κατάλαβε ότι εννοούσε πως θα ήθελε να συνεχίσει μαζί τους. Του χαμογέλασε και του είπε πως θα πάνε για χορό κι εκείνος το έπιασε το μήνυμα. Δεν ήταν η ώρα τους ακόμη.

Φεύγοντας η Λένα τον πλησίασε και με το γνωστό αυθορμητισμό και την τσαχπινιά της, του είπε πως θα ήθελε να βρεθούνε κάποια στιγμή για αυτή την μπίρα που δεν «έκατσε» να πιούνε σήμερα. Του ζήτησε τον αριθμό του, αλλά δεν του έδωσε το δικό της.

Ένα μήνα μετά, η Λένα ήταν στη γειτονιά σε ένα άλλο μαγαζί. Είχε χωρίσει εκείνο το βράδυ και βγήκε με τον κολλητό της. Λίγο το κρασί, λίγο τα τραγούδια, λίγο ότι τον σκεφτόταν, λίγο που μίλησε γι’ αυτόν, του έστειλε μήνυμα. Ήθελε να τον δει την επόμενη ημέρα, αλλά εκείνος είχε κανονίσει να την περάσει με τον μικρό.

«Θέλεις να πάμε για μια μπίρα τώρα;» της έστειλε. Άργησε να του απαντήσει. Ήξερε πως αν πήγαινε μαζί του για μπίρα, θα πήγαινε και στο κρεβάτι του. Φαύλος κύκλος. Του είπε πως θα επικοινωνήσει μαζί του μιαν άλλη φορά. Δεν ήταν έτοιμη εκείνη τη στιγμή.

Λίγες μέρες αργότερα, το κινητό της σταμάτησε να λειτουργεί, κι ενώ ήθελε να τον δει, δεν είχε πλέον τον αριθμό του. Τον έψαξε στο μαγαζί, αλλά δεν τον βρήκε. Γιατί τελικά το κάρμα είναι κάρμα και δεν μπορείς να το αποφύγεις. Εκείνη η «μπίρα» που λιβανίζανε τόσο καιρό να πιούνε τους έπνιξε. Και τους έπνιξε γιατί οι αποφάσεις είναι για να τις παίρνουμε, όχι για να τις διαπραγματευόμαστε.

 

Επιμέλεια Κειμένου Λάμδα Βήτα: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Λάμδα Βήτα