Διάβασε εδώ το Μέρος Α’.

Λένε πως το θαλασσινό νερό όταν συνδυάζεται με τη βροχή δημιουργεί μια πανδαισία. Είναι η κρύα βροχή που έρχεται να συναντήσει την άβυσσο της ζεστής θάλασσας και να γίνουν ένα. Σχεδόν σε πιάνει μελαγχολία όταν το παρατηρείς. Μια τόσο μικρή σταγόνα. Ένα τόσο μικρό ερέθισμα, έρχεται να φέρει μια σημαντική ταλάντωση στα μόρια του νερού. Βλέπετε, μερικές φόρες δε χρειάζονται πολλά για να επιφέρουμε μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή κάποιου.

«Μαμά! Θα προσέχω. Να σπουδάσω πάω και δε φεύγω και για την άλλη άκρη του κόσμου.» Είπε χαμογελώντας και παίρνοντας τις βαλίτσες απ’ το χέρι της μητέρας της. «Επίσης πρέπει να επιβιβαστώ στο πλοίο, όποτε αν θέλεις κάτι άλλο, αυτή είναι η ευκαιρία σου.»

Την χάιδεψε απαλά στην πλάτη και της χαμογέλασε αγνά, αφήνοντας τα λακκάκια της να αποκαλυφθούν. Το ήξερε πολύ καλά. Ήταν μια στιγμή δύσκολη για τη μητέρα της. Αν μη τι άλλο της είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Και το περισσότερο που είχαν υπάρξει ποτέ χωριστά ήταν η πενθήμερη. Επίσης αναγνώριζε τη δυσκολία του να ‘σαι μητέρα και πατέρας ταυτόχρονα. Άλλωστε, η ίδια δεν είχε γνωρίσει τον πατέρα της ποτέ της.

«Πάρε αυτό, Τζέι» της είπε κι άνοιξε τη λευκή της παλάμη, απελευθερώνοντας ένα μικρό ξύλινο κουτάκι. «Υπάρχει χρόνια στην οικογένεια. Ήταν της προγιαγιάς σου. Κι όπως απέκτησες το όνομά της, νομίζω είναι καιρός να αποκτήσεις κι αυτό. Θα σου είχε αδυναμία, είμαι σίγουρη. Μερικές φόρες σε βλέπω και νιώθω πως την έχω μπροστά μου.»

«Μαμά μου, σ’ αγαπώ πολύ» ψιθύρισε ενώ την αγκάλιαζε. Και με ένα σάλτο χάθηκε. Μπήκε στο πλοίο και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων δεν ήταν πλέον ορατή.

Έχωσε το πολύτιμο ξύλινο κουτάκι της βαθιά στην τσέπη του μπουφάν της κι έψαξε κάποια θέση που θα έκανε σπίτι της για τις υπόλοιπες ώρες. Κάπου με θέα τη θάλασσα αλλά και χωρίς πολύ κόσμο. Όπου θα μπορούσε να απολαύσει με ησυχία το βιβλίο της. Δεν της πήρε πολύ και κατάφερε να χουχουλιάσει σαν γάτα στην τέλεια για αυτή θέση. Και κάπως έτσι, χάθηκε στις σκέψεις της. Έβγαλε το βιβλίο της και ξεκίνησε να απολαμβάνει τις μυρωδιές της θάλασσας.

Έχετε πιστέψει ποτέ στον έρωτα με την πρώτη μυρωδιά; Όλοι έχουν μιλήσει για αυτόν με την πρώτη ματιά. Τότε που βλέπεις τον άλλον και νιώθεις πως βρήκες το τέλειο. Αλλά τι γίνεται όταν μυρίζεις τον άλλον και χάνεσαι; Όταν ο συνδυασμός των σαρκών σας είναι σχεδόν μαγικός; Όταν χώνεις το κεφάλι σου στον λαιμό του και σβήνεις. Όταν με λίγα λόγια ξεκινάς να εξαρτιέσαι απ’ το σώμα του το ίδιο.

«Τι κάνεις εκεί;» σχεδόν φώναξε, όταν ο έντονος ήχος ενός κλικ την διέκοψε απ’ τις σκέψεις της.

Ο νεαρός γέλασε, σχηματίζοντας λακκάκια στο πρόσωπό του.

«Με λένε Τζόναθαν και λέγεται “φωτογραφία”. Ξέρεις, όταν βρίσκω κάτι ενδιαφέρον, αποφασίζω να το ‘χω για πάντα μέσα στην κάμερά μου. Κι επίσης χάρηκα.»

Την κοίταξε με ένα βλέμμα υποσχόμενο πολλά, με τα μαύρα του μάτια να λάμπουν με τη βοήθεια του ήλιου και το λευκό του δέρμα να δείχνει θυμωμένο κι ελαφρώς ιδρωμένο.

«Με λένε Τζέι και δεν πιστεύω στην έννοια του “για πάντα”. Ειδικά μέσω μιας φωτογραφίας.»

«Εδώ θα διαφωνήσω. Τα πάντα, βλέπεις, είναι πολύ σχετικά. Η ύπαρξή μας η ίδια είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα. Αλλά αν υπάρχει κάτι, τόσο ισχυρό όσο το σύμπαν το ίδιο, αυτό είναι το μυαλό σου. Κι αν αποφασίσει να παίξει παιχνίδια μαζί σου, ετοιμάσου, γιατί μια προσωπική καταδίκη ξεκινάει. Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο παιχνίδι που μπορεί να παίξει μαζί σου; Αυτό της αιώνιας μνήμης.»

Της μίλαγε με τόνο σταθερό και φωνή απαλή, χωρίς να χάσει ούτε λεπτό την οπτική τους επαφή.

«Το να ξεχνάμε, φίλτατε Τζόναθαν, αν μου επιτρέπεις να σε αποκαλώ έτσι –νομίζω το “κύριε Τζόναθαν” σας αρμόζει περισσότερο– , είναι δείγμα ευφυΐας. Το να μην μπορούμε να βγάλουμε κάτι απ’ το μυαλό μας και να το αποτυπώνουμε για πάντα στη μνήμη μας δε δείχνει τίποτα λιγότερο πέρα από αδυναμία. Το να ξεχνάς είναι μια τέχνη, σωστά;»

«Όχι, μικρή Τζέι –όχι, το “κύριε Τζόναθαν” σίγουρα δεν αρμόζει–, το να ξεχνάς δεν είναι δείγμα τέχνης. Είναι δείγμα αδυναμίας. Είναι πιο εύκολο να ζεις χωρίς τις στιγμές πόνου. Χωρίς τους ανθρώπους που θέλαμε, αλλά δεν καταφέραμε να έχουμε. Χωρίς τις στιγμές που τόσο αγαπήσαμε όσο και μισήσαμε. Το απλά να τις ξεχάσουμε, κάνει τα πράγματα πιο εύκολα. Γενικά, το να φεύγεις κάνει τα πράγματα πιο εύκολα. Να κλείσεις τα μάτια σου και να ξεχάσεις τα πάντα σαν ένα κακό όνειρο. Το να θυμάσαι, όμως; Το να κρατάς αυτές τις στιγμές κι ας σε πονάνε, επειδή δε θα ήθελες να ‘χαν τελειώσει ποτέ, αυτό είναι μαγεία. Και σε πνίγει λίγο, επειδή ισορροπείς μεταξύ ενός “τότε” κι ενός “τώρα”. Αλλά αν καταφέρεις να βρεις την ισορροπία, τότε ίσως φτάνεις την ευτυχία.»

Τελείωσε την πρότασή του απολαμβάνοντας μια γερή τζούρα απ’ το τσιγάρο που πριν λίγο είχε στρίψει, είχε ανάψει κι είχε χώσει στα χείλη του.

«Θα έλεγα, ευγενικά, πως όλα αυτά είναι βλακείες! Τι μπορεί να σε στιγματίσει τόσο που θα σε κάνει να πονάς που το θυμάσαι; Τι μπορεί να κάνεις τόσο λάθος; Και στην τελική, αν θέλεις κάτι τόσο πολύ, πώς γίνεται να μην το έχεις; Διαφωνώ σε κάθε περίπτωση.»

«Τότε πολύ καλά κάνω και σε λέω “μικρή”.» Της χαμογέλασε, καθώς σηκώθηκε και την πλησίασε λίγο πριν απομακρυνθεί. «Επίσης, το άρωμα αυτό που φοράς, το γιασεμί, πιστεύω θα έκανε έναν εξαιρετικό συνδυασμό με τη μυρωδιά της βροχής. Το ‘χεις σκεφτεί ποτέ; Ένα γιασεμί μέσα στη βροχή ή ακόμα καλύτερα μέσα στο χιόνι; Εύχομαι να σε συναντήσω κάπως έτσι την επόμενη φορά.»

Στο άκουσμα των δυο τελευταίων λέξεων είχε είδη χαθεί. Δεν ήταν σίγουρη για το αν είχε απολαύσει αυτή τη συζήτηση ή αν απλώς της είχε φανεί πολύ παράξενη. Όπως και να ‘χει, ήταν σίγουρη για το ότι δεν ήθελε να τελειώσει τόσο γρήγορα.

Έχωσε το χέρι της μέσα στην τσέπη του μπουφάν της και με τα δάχτυλά της έπιασε το ξύλινό της κουτάκι. Το άνοιξε διστακτικά, για να αντικρίσει μια πανέμορφη χιονονιφάδα. Τίποτα λιγότερο από ένα κολιέ στην άκρη του οποίου κρεμόταν μια χιονονιφάδα. Ένα γιασεμί μέσα στο χιόνι, λοιπόν, σκέφτηκε καθώς το πέρασε στον λαιμό της.

Το ‘χετε πάθει ποτέ σας; Να μην ερωτευτείτε ούτε εμφανίσεις, ούτε κινήσεις αλλά το μυαλό του άλλου; Το πώς μαζί του μπορείτε να χαθείτε σε άπειρες συζητήσεις; Μιλώντας για οτιδήποτε, απ’ την ύπαρξη του Θεού μέχρι και για τα πιο χαζά θέματα, όπως το φαγητό. Ταυτόχρονα ευλογία αλλά και κατάρα. Επειδή όταν το μυαλό επιθυμεί, συμβάλλει στην απόλυτη χημεία. Στην απόλυτη εναρμόνιση δύο ανθρώπων.

Συντάκτης: Νταϊάνα Κραέτε
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη