Απόψε που κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη δεν είμαι μόνος. Κουβαλάω μαζί μου όλες εκείνες τις πληγές. Τα σημάδια που άφησα πάνω μου να μου θυμίζουν πως κάποτε ερωτεύτηκα, έχασα τον έλεγχο και ξέσπασα σαν μανιακός. Όλα εκείνα τα τραύματα που σαν μαρκίζα από νέον μου θυμίζουν πως ακόμα κι η αγάπη, αν δεν την μεταχειριστείς σωστά, μπορεί να γίνει από ιερή πρόσχημα ανίερο.

Πέρασε καιρός και το είδωλό μου απέναντι διαφέρει ευτυχώς απ’ την τελευταία φορά. Εκείνο το βλέμμα το πικρό, το απογοητευμένο, το σχεδόν απεγνωσμένο αντικαταστάθηκε από ένα ψυχρό, κενό βλέμμα, που έχει πάρει πια το μάθημά του. Οι πληγές μου επουλώθηκαν κι είναι ίσως πιο δυνατές από πριν. Μόνο εκείνα τα σημάδια δεν κατάφερα να εξαφανίσω. Εκείνα που έμειναν εκεί, μαζί με το υπόλοιπο κορμί μου, να μου θυμίζουν πόσο χαμηλά έπεσα, τον πάτο που έπιασα, το πόσο άφησα τη λογική μου να με εγκαταλείψει.

Ζούσα σε έναν κόσμο διαφορετικό. Θεωρούσα πως δεν υπήρχαν άλλοι τρόποι να ξεσπάσεις. Έπιανα το χαρτί και το έσκιζα, δεν έγραφα όσα το μυαλό μου σκεφτόταν. Άκουγα μουσική και δεν παρασυρόμουν στον ρυθμό της. Διάβαζα στίχους και δεν έπιανα το νόημα. Έκλαιγα και δεν ερχόταν η λύτρωση. Μόνο όταν έκανα εκείνη τη δειλή κίνηση για να σε πονέσω, ένιωθα ασφαλής. Έκανα κάτι τόσο ανήθικο κι ένιωθα ασφαλής.

Δεν κρατάς τους ανθρώπους με χαλινάρια. Δε μένουν με το ζόρι. Δειλός εκείνος που προσπαθεί να τους εκβιάσει να σηκώσουν το χέρι και να δηλώσουν παρόντες, χρησιμοποιώντας μέσα τόσο φθηνά. Μου έκανες κακό και νόμιζα πως με το να σ’ απειλώ πως θα μου κάνω κακό, σου επιστρέφω το κακό που μου έκανες. Οξύμωρο; Παράδοξο; Σίγουρα ανώφελο. Εμένα πόνεσα. Εμένα έκανα έρμαιο του κακού εαυτού μου κι ίσως να σε πλήγωσα κι εσένα περισσότερο. Αλλά τα σημάδια μου έμειναν πάνω μου, να μου υπενθυμίζουν πως στο τέλος εμένα πλήγωσα με κάθε τρόπο.

Έχασα κάθε σεβασμό κι εκτίμηση προς τον εαυτό μου, προσπαθώντας να σε πείσω να μείνεις δίπλα μου, ακόμα και με το ζόρι. Κάθε πληγή που μου άνοιγα, κάθε σταγόνα που έτρεχε, και μια απειλή, και στο πίσω μέρος του μυαλού μου η σκέψη πως θα με λυπηθείς και θα γυρίσεις. Μια πιστή εμμονή σε ένα σχέδιο πέρα για πέρα αφελές, μαζοχιστικό, αυτοκαταστροφικό.

Τώρα κατάλαβα, τώρα κοιτάζω τον εαυτό μου και μ’ αγαπάω πιο πολύ, παρ’ όλες τις πληγές και τα σημάδια. Τώρα με προσέχω, γιατί η ιστορία μου έδειξε πως αν δεν αγαπήσω εγώ τον εαυτό μου δε θα το κάνει κανείς άλλος για ‘μένα. Τώρα γελάω και τρέχουν δάκρυα χαράς και μιας γλυκιάς ανάμνησης για ό,τι ζήσαμε κι όχι πια εκείνα απ’ τους αφόρητους πόνους που προκαλούσα στο κορμί μου, πιστεύοντας πως έτσι θα σε φέρω πίσω.

Πια δε σε θέλω πίσω. Ανήκεις σε εκείνο το κομμάτι του παρελθόντος μου που νιώθω ντροπή γι’ αυτό. Το άφησα πίσω και προχωράω. Για τα σημάδια μου όμως, μη με ρωτάς. Αυτά τα μετανιώνω. Γιατί ο καιρός πέρασε. Οι εσωτερικές πληγές που εσύ προκάλεσες έκλεισαν. Ο χρόνος ήταν πράγματι βάλσαμο. Οι εξωτερικές, όμως, που το δικό μου χέρι σκάλισε είναι εκεί σαν αλάτι πάνω απ’ τις άλλες να με πονάνε και να με μουδιάζουν.

Κοιτάζω τον εαυτό μου πια κι ένα μόνο ξέρω: Κανείς δε θέλω να φτάσει στη θέση μου. Είναι ανούσια, βλακώδης και ταπεινωτική. Είναι θέση μηδενική κι η αφετηρία απέχει χιλιόμετρα απ’ τον τερματισμό. Κοιτώντας τα σημάδια των πληγών μου απέναντι στον καθρέφτη καταλαβαίνω πως όταν τις χάραζα σκεφτόμουν εσένα. Αυτή τη σχέση εξάρτησης που είχαμε δημιουργήσει. Χωρίς να σκέφτομαι τίποτα άλλο, όπως για παράδειγμα το κακό που προκαλώ στον εαυτό μου ή την αυτοταπείνωσή μου. Μα όλα αυτά πια τελείωσαν και πλέον ξέρω πως δεν υπάρχει πιο φρικτό λάθος απ’ το να στραφεί κάποιος ενάντια στον εαυτό του.

Ο πόνος που μου προκαλούσα δεν ήταν παρά μια απελπισμένη κι αποτυχημένη προσπάθεια επιβεβαίωσης του εγωισμού μου, προκειμένου να σε φέρω κοντά μου. Ξεχνούσα, όμως, πως δεν κρατιούνται με λουριά οι άνθρωποι, ούτε αγαπούν με απειλές. Την αγάπη μου την έδειξα με λάθος τρόπο κι αυτό γιατί έκανα ό,τι χειρότερο μπορούσα να κάνω, τόσο σε ‘σένα όσο και σε εμένα. Πίστευα πως έτσι θα σου δημιουργήσω τύψεις για όλα όσα έγιναν αφότου έφυγες. Πίστευα πως χτυπώντας στο φιλότιμο δείχνοντάς σου κατάμουτρα τι προκάλεσες θα σε οδηγούσαν οι ενοχές κοντά μου.

Οι άνθρωποι δεν κρατιούνται με το ζόρι. Ήταν ό,τι πιο φθηνό μπορούσα να κάνω και στους δυο μας. Τώρα πια το ξέρω. Αυτά τα σημάδια, εαυτέ μου, δεν τα άξιζες. Είναι κομμάτια άλλης πάστας και δε σου ταιριάζουν. Μα μεταξύ μας, σε κανέναν δεν ταιριάζουν. Σε ήθελα πολύ και δεν ήξερα πού είναι το μέτρο. Πίστεψα πως έτσι θα ‘σαι εδώ κοντά μου, πως θα σε φέρω πίσω, πως θα σε κρατήσω.

Να μάθεις να αποδέχεσαι, να προχωράς και να μην παρακαλάς. Να μάθεις να σέβεσαι πρωτίστως τον εαυτό σου κι έπειτα εκείνον τον άνθρωπο. Να προσπαθήσεις να κάνεις το δέρμα σου να ανατριχιάζει από ηδονή κι όχι από πόνο. Εγώ τώρα έμαθα. Τώρα με έμαθα.

Κανένας άνθρωπος δεν επιστρέφει από οίκτο για τα σημάδια σου. Κανένας δε θα σε αγαπήσει αν δεν αγαπήσεις τον εαυτό σου και δε μάθεις τα όριά σου. Η ευτυχία δεν αγγίζεται με γρατσουνιές και χαρακιές. Αγγίζεται με δύο χέρια καθαρά, τρυφερά, δεμένα, παρότι είναι ελεύθερα να λυθούν.

 

Συντάκτης: Γεράσιμος Βλαχόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη