Διάβασε το Μέρος Γ’ εδώ.

 

Ο Άρης αισθάνθηκε πως εισέβαλε άθελά του σε κάτι που έμοιαζε με σχέση. Δε διάβασε καλά τη σκηνή, ίσως και να μην πρόλαβε, ίσως να βιάστηκε να πάει να της μιλήσει. Αν περίμενε θα είχε δει πως το κορίτσι συνοδευόταν, θα είχε αποφύγει να φανεί σαν αυτούς που κοροϊδεύει, επειδή την πέφτουν στην κοπέλα κάποιου άλλου. Μ’ αυτές τις σκέψεις και την ουρά στα σκέλια, έφυγε γρήγορα απ’ την παρέα της Ράνιας, όσο πιο ευγενικά του επέτρεψε ο θιγμένος του εγωισμός.

Στη θέση του, πίσω στο πόστο του φίλου του, τον περιμένει ο Νίκος που του ανοίγει μια μπίρα χαμογελώντας. Ο Άρης του γελάει και πίνει μια γερή γουλιά. Κοιτάζει πάλι την κοπέλα, σκέφτεται πως ξέρει το όνομά της, σκέφτεται πως τουλάχιστον της μίλησε κι έπειτα μια υπερένταση τον κυριεύει. Το χαμόγελό της γίνεται στο μυαλό του η εικόνα του άπιαστου.

Πόσο πολύ θα ήθελε να μην είχε εμφανιστεί ποτέ αυτός ο τύπος. Όχι, θα ήθελε να μην υπήρχε καν, να μην του χάλαγε το πλάνο. Θα ήθελε να είχαν συμβεί όλα όσο καλά τα φαντάστηκε για μερικά δευτερόλεπτα στο μυαλό του. Θα ήθελε να τη γνώριζε, να γελούσαν, να έπιναν αυτήν την μπίρα παρέα, να μιλούσαν λίγο, να αντάλλαζαν τηλέφωνα, να την έβλεπε πάλι.

Αλλά δεν έγινε έτσι. Αυτός ο τύπος υπάρχει κι απ’ ό,τι φαίνεται είναι παραπάνω από φίλοι. Ενώ δεν τον ξέρει, ενώ δεν είπαν σχεδόν τίποτα, ο Άρης νιώθει να τον μισεί. Το πράσινο τερατάκι της ζήλιας παίρνει τα ινία της σκέψης του και τον αναγκάζει να γυρίσει πάλι προς το μέρος τους για να τον δει. Είναι αποφασισμένος να τον κοιτάξει γρήγορα αλλά εξονυχιστικά για να καταλάβει πού υπερτερεί εκείνος και την έχει. Τελειώνει την μπίρα του και κοιτάζει εκεί που ήταν πριν μα στη θέση τους κάθονται άλλοι. Η Ράνια κι η παρέα της, όπως κι εκείνος ο τύπος δεν είναι εκεί. «Αυτή η κοπέλα πρέπει να εξαφανίζεται κανονικά» σκέφτεται και γελάει με την ίδια του τη σκέψη.

Κοιτάζει το φίλο του και του χαμογελά. Ο Νίκος ανασηκώνει τους ώμους σαν να διάβασε όλες του τις σκέψεις και του λέει πως όλα στο παιχνίδι είναι, αφήνοντάς του μερικά πατατάκια κι άλλη μια μπίρα. Ο Άρης τρώει ένα πατατάκι και πιάνει την μπίρα του. Δε θα αφήσει μια άτυχη στιγμή να του χαλάσει τη διάθεση. Έχει άλλη μια μέρα γεμάτη και θα φροντίσει να την κάνει αξέχαστη. Μέχρι την ώρα που θα πάρει το πλοίο της επιστροφής σκοπεύει να έχει γεμίσει κάθε λεπτό με διασκέδαση και χαμόγελα. Θα περάσει καλά γιατί του αξίζει.

Πράγματι, όταν επιβιβαζόταν στο πλοίο ο Άρης ένιωθε γεμάτος. Αυτές οι δύο μέρες ήταν πολύ σημαντικές για εκείνον. Όχι μόνο για το ταξίδι κι όλη τη διασκέδαση που αυτό ενείχε, αλλά και για τη συνειδητοποίηση στην οποία έφτασε. Ξέρει πια πως κανένα τέλος δεν είναι δα και τόσο τραγικό. Εμείς τα δραματοποιούμε υπό το φόβο της αλλαγής, υπό το φόβο του αγνώστου που έρχεται όταν μια συνήθεια διακόπτεται. Κατάλαβε ότι τα τέλη είναι αναγκαίο κομμάτι της εξέλιξης. Καμιά φορά, ένα τέλος είναι και το ακριβώς αντίθετό του· μια αρχή. Ήταν στο χέρι του να την κάνει μια καλή αρχή κι ήδη τα πράγματα διαφαίνονται ευοίωνα.

Χαιρέτησε απ’ το κατάστρωμα το φίλο του και κοίταξε το λιμάνι. Αφέθηκε στα μικρά φωτάκια του νησιού που όλο κι απομακρύνονταν, κι ένιωσε αυτάρκης. Εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε τίποτα άλλο για να είναι ευτυχισμένος. Έβαλε τα ακουστικά του για να ακούσει μουσική όταν ένιωσε ένα χέρι να τον ακουμπάει στο μπράτσο.

Η Ράνια, με τα μαλλιά της να ταλαντεύονται πάλι στον αέρα, στεκόταν δίπλα του και του χαμογελούσε. Ο σκύλος της βρισκόταν πλάι της και τον κοιτούσε κι εκείνος κουνώντας την ουρά του ρυθμικά. Ένα μικρό déjà vu της πρώτης στιγμής που την αντίκρισε και, λες κι από συνήθεια, ο Άρης είχε και πάλι χάσει τα λόγια του μπροστά της.

«Ταξιδεύουμε μαζί, ε;» του λέει σαν να προσπαθούσε να σπάσει τον πάγο και να διώξει την αμηχανία, όσο ο Άρης θυμάται τον τύπο απ’ το μπαρ κι ότι μπορεί να εμφανιστεί και πάλι απ’ το πουθενά και στρέφει το βλέμμα του στο βάθος, πίσω απ’ τη Ράνια, σαν να τον αναζητά. Η Ράνια, που υποθέτει σωστά τις σκέψεις του, συνεχίζει «κι εσύ μόνος γυρνάς;».

Το πρόσωπο του Άρη φωτίζεται στο άκουσμα αυτών των λέξεων. Πρώτη φορά στη ζωή του χαίρεται που είναι μόνος. Χαίρεται που είναι κι εκείνη μόνη. Βρίσκει τη φωνή του και της απαντά καταφατικά αδυνατώντας να αποτραβήξει το βλέμμα του απ’ το πρόσωπό της. Για μερικά δευτερόλεπτα θέλει να σταματήσει ο χρόνος ώστε να μπορέσει να απολαύσει την εικόνα της. Αυτά τα καστανά μεγάλα μάτια που τον κοιτούν με ενθουσιασμό κι αυτά τα χείλη που σμιλεύουν αυτό το χαμόγελο, που λίγο έλειψε να του γίνει απωθημένο.

Θα ήθελε να μείνει εκεί· σ’ αυτό το κατάστρωμα για πάντα. Είναι το αργό πλοίο, αλλά δεν είναι αρκετά μεγάλο το ταξίδι για να χορτάσει τη θωριά της. Ίσως στο λιμάνι να την περιμένει κάποιος, ίσως αυτόν τον κάποιο να τον άφησε στο νησί, αλλά τώρα, και για όσο διαρκεί το ταξίδι, μπορεί να την έχει μόνο για εκείνον. Σκέφτεται πως μπορεί να την έχει για λίγες ώρες, μπορεί να τη γνωρίσει, να την κερδίσει. Ναι, αυτό είναι. Θα την κερδίσει. Το αποφάσισε.

Καθ’ όλο το ταξίδι ο Άρης κι η Ράνια μιλούσαν. Του είπε πως είχε πάει για λίγες μέρες στο πατρικό της για διακοπές και πως δουλεύει σ’ ένα φροντιστήριο στην Αθήνα ως καθηγήτρια αγγλικών. Του εξήγησε ότι ο τύπος που την κράτησε απ’ τη μέση ήταν ο πρώην της, που είχαν σχέση όταν πήγαιναν ακόμα σχολείο. Του εξιστόρησε πώς υιοθέτησε τον Ρούντυ λίγους μήνες αφότου ήρθε στην Αθήνα κι ότι εμπιστεύεται την κρίση του με τους ανθρώπους. Του είπε το αγαπημένο της χρώμα και φαγητό κι ότι έχει αδυναμία στον παππού της.

Όταν αποβιβάστηκαν απ’ το πλοίο, που είχαν μπει σαν δυο άγνωστοι, πλέον ήξεραν ο ένας τον άλλο και παρ’ ότι ακολούθησαν διαφορετικές κατευθύνσεις, στο κινητό της Ράνιας υπήρχε μία νέα επαφή.

 

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη