Διάβασε εδώ το Β’ μέρος.

 

Τι θα γινόταν, αν χώριζες τον άλλον πριν τον βαρεθείς, τον μισήσεις, τον αποστραφείς, όταν ακόμα αγαπάς, τον ζεις τον αναπνέεις;

Μεγαλώνεις, ποθείς, ερωτεύεσαι, αγαπάς, σπας αρχίδια, σπας ποτήρια, σπας καρδιές κι αποχωρείς. Χωρίζεις. Έζησες αναρίθμητα υπέροχα μαζί του, μα στο τέλος δεν κρατηθήκατε, το χαλάσατε. Οι άνθρωποι τείνουμε να ξεφτίζουμε κλωστή την κλωστή της σχέσης μας και δε σταματάμε μέχρι να μείνουμε γυμνοί και πονεμένοι. Ρέπουμε προς τη φθορά. Λένε πως αλλιώς δεν μπορείς να έχεις επίλογο· πρέπει ν’ ασχημύνει κάτι, να εξαντληθεί, αλλιώς απλώς το διακόπτεις. Και μένουν απωθημένα κι «αν» και προσπάθειες που σε περιμένουν να τις κάνεις. Χαζά που είμαστε! Αντί να φυλάμε τα καλά μας ανέγγιχτα μέσα μας…

Τι θα γινόταν, αν τελείωνες μια σχέση πριν προλάβει τη φθορά, αν αποχωρούσες στην καλύτερη στιγμή σου; Αν είχες να θυμάσαι μόνο καλά;

Εκείνο το βράδυ τον χώρισε. Του είπε ότι δε θα πήγαινε, δε θα ξαναπήγαινε. Εκείνο το βράδυ την άφησε να τον αφήσει και δε ρώτησε περισσότερα, μόνο της έδωσε αυτό που του ζήτησε. Εκείνος έμεινε μέχρι τα κεριά να λιώσουν και μετά πέταξε το φαγητό απ’ το τραπέζι. Πέταξε το φαγητό μαζί με τα σερβίτσια και δεν παρέλειψε ούτε τα κολονάτα ποτήρια. Μετά μπήκε στο μπάνιο και πλύθηκε με παγωμένο νερό, γιατί είχε ξεχάσει ν’ ανάψει θερμοσίφωνο. Ένιωθε εκτός ισορροπίας. Ο κόσμος του εκείνο το βράδυ είχε κλονιστεί.

Ο Φίλιππος για καιρό υπολειτουργούσε. Πήγαινε παντού κι έκανε όλα όσα έπρεπε να κάνει, αλλά είχε πάψει να μιλάει. Υπήρχε μόνο σαν σώμα στο χώρο κι εκεί τελείωνε η υπόθεση. Θεωρούσε ότι δεν είχε και πολύ νόημα ν’ ασχολείται, εξάλλου δεν είχε και τίποτα να πει. Μόνο να ρωτήσει είχε, εκείνη. Γιατί όλο αυτό; Δεν καταλάβαινε ακόμα.

Η Χάρις κάθε πρωί ξύπναγε κι έλεγε στον εαυτό της πόσο μαλάκας ήταν. Μετά έλεγε καλημέρα. Όποτε κοιταζόταν στον καθρέφτη, ωστόσο, θυμόταν τους λόγους της. Χτυπούσε τη γροθιά στα κομμένα γυαλιά, μέχρι που ξαναέκανε την ίδια διαδρομή συλλογισμών, για να καταλήγει πάντα στο ίδιο συμπέρασμα. Η απόφασή της είχε ολόκληρη φιλοσοφία ζωής από πίσω και αυτό ήταν κάτι που δεν άλλαζε.  

Συνέχισε να ζει μοναχικά, όπως είχε επιλέξει, αν και μετά βίας την έβγαζε καθαρή. Είχε διακόψει βάρβαρα τη ροή της αγάπης και κάθε μέρα άδειαζε από συναισθήματα.

Σε κάποιο σημείο το μυαλό της πλέον στράγγιζε από σκέψεις κι αντοχές και κάπως έτσι εξουθένωνε λίγο-λίγο τον εαυτό της. Κατάφερνε, όμως, να διαφυλάσσει την καθαρότητα της μικρής ζωής τους.

Έκαναν τρεις μήνες να ξαναειδωθούν. Και πάλι συνέβη μοιραία, τότε που συνέπεσαν στο ίδιο μαγαζί.

Ο Φίλιππος για ένα ακόμα βράδυ θα έμενε μέσα κλασικά. Είχε χάρη που η παρέα του επέμενε λίγο πιο ενοχλητικά εκείνη τη φορά κι εξάλλου θα πήγαιναν στο στέκι τους. Μικρό το κακό, θα έβγαινε να πιει ένα ποτό. Στην μπάρα κάθισε απ’ την έξω μεριά· δεν είχε όρεξη ο ίδιος για περισσότερα, όμως δεν ήθελε να τους χαλάει και την κουβέντα. Ο καθένας με κάποιον τρόπο έκανε το κομμάτι του κι έτσι όλοι έμεναν ευχαριστημένοι.

Η Χάρις αποδέχτηκε την πρόταση για έξοδο, γιατί δεν είχε κι άλλη επιλογή. Συνεργάτες απ’ τη δουλειά και δεν μπορούσε να πάει πάσο, αν ήθελε να μένει μέσα στα πράγματα και να είναι ένα βήμα μπροστά απ’ τις εξελίξεις. Όταν οι άλλοι σχολίαζαν να δοκιμάσουν ένα πολύ ωραίο εναλλακτικό μαγαζί, εκείνη έκανε από μέσα της ευχή και κατάρα να μην τον βρει μπροστά της. Θα πήγαιναν στο στέκι του, κάποτε δικό της. Σκέφτηκε μήπως να την έπιανε ένας «πονοκέφαλος» ή λίγη «περίοδος».

Κάποτε σηκώθηκε να πάει τουαλέτα. Στις σκάλες συνάντησε τον Μάρκο.

«Επ!»

«Γεια σου, Μάρκο!»

«Τι κάνεις;»

«Καλά, όλα καλά. Εδώ κι εσείς; Τι κάνει ο κολλητός σου;»

«Πέρνα να πεις ένα γεια, είμαστε στον από πάνω όροφο. Βασικά, ξέρεις τι, μην έρθεις μάλλον. Δεν είναι καλά. Ρε συ, τι σας συνέβη; Κουβέντα δεν του παίρνουμε.»

«Μάρκο, χάρηκα που σε είδα. Θα τα πούμε, πάω.»

Μετά από ώρα στην έξοδο του μαγαζιού οι δύο παρέες ήρθαν μούρη με μούρη. Εκεί δεν υπήρχε γυρισμός. Ο Φίλιππος αμέσως βιδώθηκε στη γη, φάνηκε ότι ο Μάρκος δεν του είχε πει τίποτα κι η Χάρις ανέλαβε να διευκολύνει την πρώτη επαφή μετά από μήνες.

«Κάποια στιγμή θα συνέβαινε μια συνάντηση κορυφής, γιατί όχι απόψε με τέτοια βραδιά! Τι κάνετε, παιδιά; Πώς τα περάσατε;»

«Μια χαρά, στο στέκι μας, άλλωστε. Πώς φάνηκε στην παρέα σου το μαγαζί; Δική σου πρωτοβουλία, φαντάζομαι», ήταν η πιο εκτενής πρόταση του Φίλιππου ολόκληρο το βράδυ.

«Το ευχαριστηθήκαμε! Δυστυχώς δεν ήταν δική μου ιδέα, αλλά μόλις μου το είπαν οι συνάδελφοι, ήξερα αμέσως ότι είχαν κάνει την καλύτερη επιλογή.»

«Έφερες τον καινούριο να τον ξεναγήσεις;» την πήρε παράμερα λίγο και της μίλησε χαμηλόφωνα. Οι άλλοι είχαν επίσης πιάσει ψιλοκουβέντα.

«Όχι, μάνα μου, παρέα απ’ τη δουλειά, συνάδελφοι.»

«Πώς πάει αυτό; Ελπίζω όλα όπως τα ‘χες σχεδιάσει.»

«Αργά, αλλά σταθερά βρίσκω…»

«Αδυνάτισες. Γιατί δεν προσέχεις τον εαυτό σου;»

«Πού το είδες μωρέ, όπως ήμουν…»

«Δεν τρως, όταν είσαι πιεσμένη. Τι συμβαίνει, Χάρι;»

«Όλα είναι…»

«…ανόητα. Όλα είναι ανόητα μακριά από σένα. Μου λείπεις.»

«Σταμάτα.»

«Μου έχεις λείψει και σε θέλω πίσω ξανά. Έλα σ’ εμένα ξανά.»

«Σταμάτα!» κι έβαλε τα κλάματα. Η Χάρις ένιωθε μικροσκοπική και στριμωγμένη. Η επιτακτικότητά του τη ζόριζε και την έκανε αμήχανη. Επιτόπου γύρισε και διακριτικά απομακρύνθηκε από κοντά του. Κρύφτηκε ανάμεσα στη συντροφιά της και για τα λίγα λεπτά που μοιράστηκαν ακόμα εκείνη τη νύχτα δεν του έριξε δεύτερο βλέμμα.

Ο κόσμος ξημέρωνε μια μέρα ακόμα κι η Χάρις ξύπναγε το ίδιο πρωινό πλάι σ’ εκείνον για δεύτερη φορά μέσα σ’ ενάμιση χρόνο. Τον είχε γνωρίσει λίγο μετά, πέρναγε καλά μαζί του κι έτσι απλά έγιναν ζευγάρι. Μόνο που κάθε χρόνο για μία μέρα, την ίδια μέρα, ένιωθε ξένη. Μ’ εκείνον, με τον εαυτό της, με τη ζωή της. Ήταν η μέρα που είχε αποφασίσει ότι τα ωραία πρέπει να τα τελειώνεις πριν τελειώσουν.

Κατά καιρούς η Χάρις συναντούσε τον Φίλιππο κι ο Φίλιππος συναντούσε τη Χάρι. Είχαν γνωριστεί αμφότεροι και με τους νέους δεσμούς τους. Μιλούσαν πλέον όλοι με τα μικρά τους ονόματα κι αντάλλασσαν νέα ευκαιριακά. Αν κάποιος έβλεπε από μακριά τον Φίλιππο και τη Χάρι, θα έλεγε το δίχως άλλο ότι αυτοί οι δύο πρέπει να είχαν ζήσει κάτι φοβερά όμορφο κι ότι κάτι φοβερά φοβερό τους είχε σμιλέψει. Τίποτα πιο συγκεκριμένο.

Η Χάρις είχε προχωρήσει τη ζωή της· όλα αυτά τα χρόνια έσπρωχνε τον εαυτό της μετά κόπων και βασάνων προς ένα στόχο και πλέον είχε φτάσει κοντά, πολύ κοντά. Το ατού της ήταν ότι δεν είχε τίποτα να χάσει. Αρπαζόταν από κάθε ευκαιρία χωρίς φόβο, γιατί δε ρίσκαρε να μείνει με λιγότερα. Ο Φίλιππος, απ’ την άλλη, είχε αλλάξει περιβάλλον εργασίας, αλλά πάντα μ’ εκείνη τη σταθερότητα που τον διακατείχε. Δύσκολα περνάει απαρατήρητη μέσα σε μια κοινωνία τόσο ασταθή.

Μπαίνοντας στο γραφείο τον περίμενε η Μαίρη με μήνυμα για εκείνον.

 

«Σε θέλει ο Μπάμπης.»
«Α, ναι; Στον ύπνο του μ’ έβλεπε; Πίνω μια τζούρα και πάω.» 

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαίρης Ρήγα: Σοφία Καλπαζίδου

Συντάκτης: Μαίρη Ρήγα