Σύμφωνα με τους νόμους της φύσης, πάντα πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία στο σύμπαν, για να μπορέσουμε να συνυπάρξουμε άνετα μεταξύ μας. Παρ’ όλ’ αυτά, οι άνθρωποι, προσπαθούμε να κάνουμε και τη ζωή μας πιο εύκολη, για να μπορέσουμε να περάσουμε πέρα από την επιβίωση και στην ποιότητα ζωής, σύμφωνα με τα δικά μας δεδομένα και να γίνουμε, όσο γίνεται, καλύτεροι. Όλη μας τη ζωή προσπαθούμε να αποκτήσουμε αυτά τα εφόδια που θα μας βοηθήσουν, που θα μάς δώσουν αυτό το κάτι παραπάνω.

Περνάει έτσι ο καιρός και καθώς αρχίζουμε να μεγαλώνουμε, φτάνουμε σε κάποια στιγμή που, επιτέλους, μπορούμε να πούμε πως έχουμε όλα όσα θα θέλαμε. Αν είμαστε από τους τυχερούς, μπορεί να είναι ελάχιστα εκείνα που μας λείπουν ή ακόμα και τίποτα, ιδανικά. Μοχθήσαμε κι επιτέλους μπορούμε να αποζημιωθούμε γι’ αυτό, απολαμβάνοντας όλα όσα θέλαμε μια ζωή. Εκεί όμως έρχεται και η συνειδητοποίηση, πως όντως έχουμε όσα θελήσαμε. Και μαζί με αυτή κι ένας μεγάλος φόβος πως θα τα χάσουμε, διότι με κάποιο τρόπο πρέπει να έρθουν και πάλι οι ισορροπίες. Από τα πάντα στο τίποτα, πόσο εύκολα περνάει κανείς; Αυτή είναι η σκέψη ενός ανθρώπου που ζει την αφθονία και ξεκινά να τρέμει και τη σκιά του.

Οπότε, αντί να χαρούμε τη ζωή που μάς προσφέρεται, είτε αυτό ονομάζεται έρωτας, είτε μια καλή δουλειά, είτε και τα δυο και πολλά ακόμη, αρχίζουμε και μαυρίζουμε την ψυχή μας με φόβο, ακόμα και με απογοήτευση, χωρίς να έχει συμβεί κάτι που να τα δικαιολογεί. Και δεν είναι καθόλου εύκολο να διαχειριστείς τον φόβο που χτίζεις στο κεφάλι σου, γιατί έχει φτιαχτεί για να σε νικάει πάντα. Είναι ένα είδος κατάρας, θα έλεγε κανείς, να αποκτάμε αυτά που θέλουμε, αν δεν είμαστε ώριμοι αρκετά για να τα εκτιμήσουμε και να τα χαρούμε. Γιατί εκείνα τα  «χωρίς αυτό δεν μπορώ να ζήσω», φτιάχνουν μια φυλακή από εμάς για εμάς, που χτίζεται με σκοπό να προστατεύσει τα σημαντικά μας, κρατώντας εν τέλει κι εμάς στην απ’ έξω. Και τι νόημα έχει να έχεις όλα όσα ήθελες, αν δεν μπορείς ούτε μια στιγμή να τα απολαύσεις;

Οι άμυνές μας, είναι πολύ πιο πάνω από ό,τι χρειάζεται. Έτσι, βάζουμε μόνοι μας σιγά-σιγά εμπόδια στον εαυτό μας και δεν μπορούμε να απολαύσουμε εξ ολοκλήρου αυτά που έχουμε καταφέρει. Θα έλεγε κανείς πως είναι κι αυτός ένας τρόπος για να διατηρήσουμε τις ισορροπίες μας, μιας και ποτέ δε διαρκεί το τέλειο που έχουμε φτιάξει. Προετοιμάζουμε τον εαυτό μας για την απώλεια και την επιστροφή από την αφθονία, απλά είναι και σαν να επιταχύνουμε τη διαδικασία αυτή.

Όταν ζούμε αυτό που για καιρό θέλαμε να ζήσουμε, ο φόβος πάντα θα επισκιάζει τη δυνατότητά μας να χαλαρώσουμε. Είναι κάτι ανάμεσα σε άγχος κι ενοχή, η αίσθηση πως δεν το αξίζουμε. Είναι σαν ένα τρέμουλο που νιώθουμε μέσα μας, αλλά δεν μπορούμε να αποφύγουμε. Ένας κρύος ιδρώτας, χωρίς ιδιαίτερη αιτιολογία. Είναι σαν κάτι να βγαίνει από μέσα μας, χωρίς να μπορούμε να το τιθασεύσουμε. Θέλουμε, αλλά εν μπορούμε.

Και το οξύμωρο είναι, πως ενώ γνωρίζουμε πως τίποτα σε αυτή τη ζωή δεν μπορεί να διατηρηθεί σταθερό, αυτή η γνώση δεν είναι αρκετή για να εκμεταλλευτούμε και να απολαύσουμε αυτό που ζούμε πριν το χάσουμε. Τι κι αν ένας λάθος χειρισμός μιας μέρας μπορεί να αλλάξει τα πάντα, η αβεβαιότητα αν θα διατηρήσουμε όσα κατακτήσαμε προτού απολαύσουμε αυτές τις στιγμές, μας κάνει οριακά να μην τις εκτιμάμε. Μπορεί λοιπόν για χρόνια να περιμέναμε να ζήσουμε έναν αμοιβαίο έρωτα και με το που ήρθε να τον πνίξαμε στη φοβικότητα, ή να βγάλαμε τα μάτια μας για ένα πτυχίο κι όταν ήρθε η πρόταση για δουλειά, να κάναμε λες και μας ανακοίνωσαν πως κάποιος πέθανε.

Είναι κι εκείνοι, βέβαια, που υποστηρίζουν ότι με το να αντιμετωπίζουν τα πάντα με λίγο φόβο, ουσιαστικά απομακρύνουν το κακό, το χειρότερο κακό. Γίνονται περισσότερο ρεαλιστές, ενδεχομένως. Ωστόσο, αν αδυνατούμε να χαρούμε όσα μας συμβαίνουν, είναι σαν να τα σκορπάμε. Όλα είναι μέρος ενός μαθήματος, και αυτό σημαίνει ότι υπάρχει πάντα μέλλον. Η ουσία είναι να διαχειριζόμαστε τις στιγμές μας με σύνεση, ώστε να βρίσκουμε λύσεις και διέξοδο ανάμεσα στις αβεβαιότητες. Κι αν αύριο δεν έχουμε όλα όσα επιθυμούμε, αφού τα έχουμε σήμερα, ας μάς κάνουμε το δώρο να τα χαρούμε.

Συντάκτης: Σία Πέρση
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου