«Φάε ένα σιροπιαστό να γλυκάνει το μέσα σου». Έτσι μας έλεγαν οι παλιοί και μάλλον κάτι ήξεραν. Γιατί, όπως και να το κάνεις, η μαγεία σε αυτή την κατηγορία γλυκών βρίσκεται συμπυκνωμένη σε αυτό το πυκνόρρευστο διάλυμα ζάχαρης, που σε κάνει να ξεχνάς κάθε έγνοια. Αναφορικά με την ιστορία και την ετυμολογία, τα πρώτα ίχνη των σιροπιών συναντώνται στις Σταυροφορίες στη Μέση Ανατολή. Εκείνη την εποχή, οι Σταυροφόροι ανακάλυψαν το charãb που σημαίνει ποτό στα αραβικά. Τους άρεσε τόσο, που κράτησαν τη λέξη μετατρέποντάς την κατά τον δυτικό τρόπο σε “sirupus”, έπειτα “sirop” κι έδωσε επίσης το όνομα του sorbet (σορμπέ). Σε νεώτερα χρόνια βρίσκουμε καταβολές από την Ανατολή και τη Μικρά Ασία και λέγεται ότι στην Ελλάδα ήρθαν μαζί με τους πρόσφυγες της Σμύρνης, σαν γνώση και παράδοση που κουβάλησαν μαζί τους.

Στο άκουσμα της λέξης «σιρόπι», οι εικόνες κι οι αναμνήσεις ποικίλλουν: Aπό τα σιρόπια που μας έδιναν οι γονείς μας όταν ήμασταν μικρά για το βήχα μέχρι την πρώτη φορά που φάγαμε ένα ζεστό κι αφράτο κομμάτι γαλακτομπούρεκο. Σιρόπια, βέβαια, χρησιμοποιούνται στα γλυκά του κουταλιού καθώς και στα ποτά, τα γλυκά του ταψιού, όμως, κρατούν εδώ και χρόνια την πρωτοκαθεδρία. Και μπορεί να χάσαμε το Π.Ο.Π του μπακλαβά από την Τουρκία (η οποία εδώ που τα λέμε μας έχει φτιάξει με τα σιροπιαστά της) όμως έχει κι η Ελλάδα τρομερά πλούσια ιστορία σε σιροπιαστά.

Απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου παιδί, κάθε φορά που έβλεπα σε οικογενειακό τραπέζι ένα ταψί μπακλαβά/ κανταΐφι/ καρυδόπιτα, περίμενα πώς και πώς να πάρω το κουταλάκι και να αρχίσω να τρώω το «ζουμάκι» από το μεταλλικό τσέρκι με τέτοια λαχτάρα όπως ο Οβελίξ τα γουρουνόπουλα. Δεν ξέρω τι κλικ είχε γίνει στο κεφάλι μου, πάντως κρατάει πολλά χρόνια αυτή η κολώνια με τα γλυκά του ταψιού. Υπάρχει, άραγε, κάποιος από εμάς που θυμάται την πρώτη φορά που έφαγε το πρώτο του σιροπιαστό; Στην αρχή, ενδεχομένως το κοιτάξαμε με μισό μάτι, μιας και δε βλέπαμε ούτε ένα ίχνος σοκολάτας. Και ξέρουμε όλοι πως, όταν είσαι παιδί, γλυκό χωρίς σοκολάτα δεν είναι γλυκό. Είναι κάτι περίεργο που τρώνε οι μεγάλοι και μόνο. Θα ερχόταν, όμως, σύντομα κι η δική μας σειρά.

Προκειμένου να το φας, λοιπόν, σου το πλάσαρε η μαμά/θεία/γιαγιά καλύτερα κι από υποψήφιο επιχειρηματία στο Dragon’s Den. Ο άσσος στο μανίκι ήταν, φυσικά, το σιρόπι, στο οποίο πόνταραν και τα λεφτά τους- τρόπος του λέγειν. Μόλις δοκίμαζες αυτό το μείγμα νερού και ζάχαρης, κάτι πρωτόγνωρο σου συνέβη. Γούρλωσες τα μάτια, γύρισες προς το ταψί κι άρχισες να γλείφεις κουτάλια και πιάτα σε σημείο που να μη χρειάζονται μετά πλύσιμο στο πλυντήριο. Τότε ήταν που ξεκίνησες να βλέπεις τα γλυκά με άλλο μάτι και να συνειδητοποιείς ότι δε χρειάζεται να υπάρχει απαραίτητα σοκολάτα για να είναι υπέροχα.

Όσο περνούσε ο καιρός, αυτή η αγάπη προς τα σιροπιαστά συνέχισε να υπάρχει και να μεγαλώνει, μιας κι ανακάλυπτες κι εναλλακτικούς δρόμους: κρέμες από σιμιγδάλι και τραγανοί ξηροί καρποί ήταν οι must επιλογές, οι οποίες δεν έλειπαν από τα καλέσματα σε σπίτι. Κάθε φορά που ρωτούσε κάποιος από την οικογένεια «Τι γλυκό να πάρουμε για το καλό;», πατούσες πόδι και βροντοφώναζες «Σιροπιαστό», μπας και σε πιστέψουν περισσότερο. Και για να πούμε και του στραβού το δίκιο, με γλυκό του ταψιού δεν έκλαψε και δεν έχασε ποτέ κανείς.

Πόσες φορές θυμάσαι τον εαυτό σου να περνάει έξω από κάποιο ζαχαροπλαστείο και να κολλάει τα μούτρα του στη βιτρίνα, για να χαζέψει τις δεκάδες ταψιών με τα χρυσά φύλλα κρούστας; Και σαν να μην έφτανε όλο αυτό, η μυρωδιά του λιωμένου βουτύρου και του αρωματικού σιροπιού σε τραβάνε από τη μύτη και σε οδηγούν να πάρεις απ’ όλα τα καλούδια, για να έχεις το κατιτίς στο σπίτι σε περίπτωση που σε πιάσει υπογλυκαιμία ή σου πέσει το ζάχαρο. Μαντέψτε, λοιπόν, πού φεύγει το μηνιάτικό μου;

Αν υπήρχε ειδικός για τα σιροπιαστά, όπως είναι ο sommelier για τα κρασιά, δικαιωματικά θα έφτιαχναν έναν όρο και για εμάς που θα μπορούσαμε να τρώμε κι από ένα διαφορετικό σιροπιαστό τη μέρα κι άνετα θα γράφαμε δεκάδες άρθρα για το Γαστρονόμο για συνταγές, μαγαζιά και πάει λέγοντας. Δε σταματάμε, όμως, εδώ. Έχοντας εντρυφήσει χρόνια στον κόσμο του σιροπιού, ξέρουμε από πρώτο χέρι από πού αγοράζουμε το καλύτερο γαλακτομπούρεκο, πού πωλείται ο μπακλαβάς που τρως μέχρι τελικής πτώσεως και πού βρίσκουμε αυθεντικό ραβανί. Ευτυχώς, για εμάς τους λάτρεις των εν λόγω γλυκών, υπάρχουν πολλά ζαχαροπλαστεία που έχουν κρατήσει τον ιστορικό τους χαρακτήρα και την παράδοση κι ακολουθούν την ίδια συνταγή προσφέροντας ένα γλυκό παράδεισο. Σε αυτή την προσφορά έχει συμβάλει σε μεγάλο βαθμό και η πολίτικη κουζίνα, η οποία με το κιουνεφέ, τα σαραγλί και το σάμαλι μας έχουν ταξιδέψει σε άλλους κόσμους.

Σε γενικές γραμμές, τα γλυκά του ταψιού, ή όπως τα λέω εγώ «τα γλυκά της καρδιάς», έχουν θαυμαστές και φανατικούς υποστηρικτές. Είναι ο λόγος που μαζεύεται όλη η οικογένεια γύρω από το τραπέζι και συνδέεται με την παράδοση. Πήγαινε, λοιπόν κι αγόρασε ένα ταψί με το αγαπημένο σου σιροπιαστό κι απόλαυσέ το με την ψυχή σου. Όπως τώρα κάνω και εγώ με ένα κομμάτι γαλακτομπούρεκο.

 

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Κατερίνα Καλακίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου