Κάθομαι στο γραφείο. Το ρολόι δείχνει κιόλας επτά, η στοίβα με τα χαρτιά μοιάζει να είναι και ελαφρώς μεγαλύτερη από την τελευταία φορά που κοίταξα και ενώ μια υποψία απελπισίας είναι σχεδόν έτοιμη να με κυριεύσει, ακούω μια φωνή να μας καλεί όλους στην τραπεζαρία. Οικογενειακή σύναξη και μάλιστα απροειδοποίητη, λες και απαιτείται κάποιος χρόνος προετοιμασίας για μια τέτοια συνθήκη. Αυθόρμητα η πρώτη σκέψη ξεγλιστράει από το μυαλό και η ερώτηση εναποτίθεται με θάρρος. «Προς τι τέτοια μάζωξη;» Η απάντηση, αποστομωτική και καθ’ όλα αντίθετη με τη φύση της. «Μαζευτήκαμε για να γνωριστούμε».

«Πόσο περισσότερο να γνωρίσεις την οικογένειά σου, δηλαδή;», σκέφτομαι. Μάλλον θα είναι ανάλογο του πόσο καλά τη γνωρίζεις ήδη, ή μήπως έχει να κάνει με το πόσο δεν την έχεις γνωρίσει ακόμη; Έχουν καμιά διαφορά αυτά τα δύο; Έχουνε, ναι. Στην πρώτη περίπτωση η σκέψη είναι ξεκάθαρα μαθηματική. Υπολογίζεις για αρχή όλα όσα ξέρεις για τον καθένα, τη μαμά σου, τον μπαμπά σου, τα αδέλφια σου ή ακόμα και τους παππούδες σου και βγάζεις μια σούμα. Έπειτα, για να βρεις πόσα σου μένουν να μάθεις θα πρέπει απλούστατα να τα αφαιρέσεις από μία ακόμη μεγαλύτερη σούμα, αυτή που περιλαμβάνει όλα όσα νομίζεις πώς μπορείς γενικά να γνωρίζεις. Το πρόβλημα βέβαια στην προκειμένη περίπτωση είναι πως καμία λύση δεν αντικατοπτρίζει την αλήθεια καθώς προϋποθέτει το να θέσουμε όρια στο πόσα γεγονότα ή χαρακτηριστικά χρειάζονται για να θεωρήσουμε πως γνωρίζουμε πραγματικά κάποιον, όρια διαφορετικά για τον καθένα. Η δεύτερη περίπτωση πάλι μπορεί να θεωρηθεί σαν μη άλυτη εξίσωση με ελλιπή στοιχεία. Δε χρειάζεται υπολογισμούς για το πόσο καλά ξέρουμε την οικογένειά μας αλλά για το πόσο πολύ δεν τη γνωρίζουμε. Και πώς δηλαδή να κρίνεις το πόσο δεν ξέρεις κάποιον;

Η απάντηση στις σκέψεις μου, δόθηκε λίγα δεύτερα αργότερα καθώς μια φωνή διέκοψε απότομα τη ροή τους, συνεχίζοντας «Σήμερα λέω να πούμε όλα όσα μέχρι τώρα δεν έχουμε πει». Αυτή είναι η διαφορά λοιπόν. Στη δεύτερη περίπτωση θα πρέπει να υπολογίσεις όλα όσα δε γνωρίζεις για την οικογένειά σου μα δεν το ξέρεις ακόμα πως δεν τα γνωρίζεις. Με δυο λέξεις, όλα όσα μένουν κρυφά, τα μυστικά δηλαδή. Καλά και πόσα να ‘ναι αυτά; Όλοι ο ένας πάνω στον άλλο βρισκόμαστε, σε βαθμό που θες να κρυφτείς και δε βρίσκεις τρόπο. Δε βγάζει νόημα, πολύς κόπος για το τίποτα. Ίσως η λύση να μη βρίσκεται στο μέτρημα τελικά.

«Όλα; Τι πάει να πει όλα;» ρωτάω κι εγώ εύλογα. Ναι, το όλα μπορεί να θεωρηθεί εύκολα μια υπερβολή της στιγμής. Δεν μπορείς εξάλλου να μοιραστείς τα πάντα, είναι αρχικώς πάρα πολλά και υπάρχει και μια στοίβα που όσο περνάει η ώρα, όλο και μεγαλώνει. Ας διαλέξει ο καθένας να πει από κάτι να ξεμπερδεύουμε. Αυτό είναι. Δε μετράς, επιλέγεις. Δεν έχει σημασία πόσα μυστικά υπάρχουν αλλά ποια μυστικά υπάρχουν. Αυτά είναι που καθορίζουν πόσο δεν ξέρεις κάποιον. Μα δεν είναι μόνο αυτό. Αν ανακαλύψεις ένα μυστικό καταλαβαίνεις πόσο πολύ δεν ήξερες κάποιον και ταυτόχρονα τον μαθαίνεις και λίγο περισσότερο από πριν. Κι αν υπολογίσεις το πόσο συχνά μοιράζεται κανείς ένα μυστικό με την οικογένειά του, μπορεί να ανάγεις το πόσο καλά γνωρίζεται με αυτήν, το πόσο μπορεί ακόμα να τη μάθει και πόσο κοντά της βρίσκεται. Ωραία, αυτή είναι η απάντηση λοιπόν.

Κι όμως, αν και ακούγεται σωστή δεν είναι συνήθως η προτιμητέα. Πιο εύκολα θα δεις μυστικά να εξομολογούνται σε πάνελ πρωινάδικων, σε μπλοκ άκυρων θεματολογιών και σε καναπέδες ψυχολόγων, παρά μεταξύ οικογενειών. Όσο κι αν η επιλογή ψυχολόγου είναι μακράν καλύτερη από τις προαναφερθείσες, δεν μπορείς παρά να μην αναρωτηθείς για την αιτία πίσω από αυτή την επιλογή. Η απογοήτευση, η άρνηση ή ακόμα και η απόρριψη είναι καταστάσεις που ευκολότερα θα προκύψουν όταν απευθύνεται κανείς σε μια ομάδα αγνώστων, παρά μέσα στον κλοιό της οικογένειας. Ίσως όμως κι εδώ να μην αφορά πάλι την ποσότητα, αλλιώς πώς μπορείς να εξηγήσεις το ότι η απογοήτευση από ένα μόνο άτομο μπορεί να εξισωθεί ή και να υπερτερήσει έναντι στον όχλο των πολλών, ιδιαίτερα όταν αυτό το άτομο αντιπροσωπεύει τη δική σου οικογένεια. Ναι, ίσως αυτός να είναι ο λόγος. Ο φόβος της έκθεσης δεν έχει να κάνει με το πόσους έχεις απέναντι αλλά με το ποιους. Ωραία το λύσαμε και αυτό.

«Τελικά, ποιος θα αρχίσει;» ξανακούω. «Εγώ», λέω και κλείνω τα μάτια.

Συντάκτης: Μαρία Μόρρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου