Από τις αλαβάστρινες προτομές της αρχαίας Ελλάδας μέχρι την αινιγματική Μόνα Λίζα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι και από την αυτοπροσωπογραφία της Φρίντα Κάλο, έως το φωτογραφικό πορτραίτο του Άντι Γουόρχολ, κάθε προσωπογραφία αντανακλά την αίσθηση ρεαλισμού της εποχής της και της υποδόριας πρόθεσης του εκάστοτε καλλιτέχνη να αποδώσει με το δικό του μοναδικό τρόπο την εικόνα του κάθε προσώπου.

Στην αναζήτηση πορτραίτων μέσα στο πέρασμα των αιώνων συναντάμε μεγαλοφυή έργα τέχνης εμπνευσμένα είτε από ένα άτομο της εποχής τους είτε από την πρόθεση να αποτυπωθεί το πρόσωπο του ίδιου του καλλιτέχνη, σε μια απόπειρα να υποδείξει απλοϊκά τη μορφή του, ίσως προσβλέποντας στην πολυπόθητη υστεροφημία. Κανείς δεν ξεχνά άλλωστε τα περίπου 90 γνωστά πορτραίτα του Ρέμπραντ, που απαθανατίζουν το μοναδικό ταλέντο του ζωγράφου στη χρήση του πινέλου και στη ζωντάνια που προσδίδει σε κάθε έργο του.

Προσπερνώντας την τεχνοτροπία και την εκάστοτε πληθωρικότητα χαρακτηριστικών ιστορικών στοιχείων, η προσωπογραφία φαίνεται να εξυπηρετεί ένα διττό ρόλο τόσο ως στοιχείο πολιτισμού όσο και ως σύνθετο κοινωνικό στοιχείο.

Η αναπόφευκτη πρόκληση του καλλιτέχνη να αποδώσει την ξεχωριστή προσωπικότητα και την κοινωνική θέση του προσώπου, καθιστά κάθε έργο μοναδικό. Αν και ορισμένοι καλλιτέχνες προσπάθησαν να τονίσουν ορισμένα στοιχεία της ταυτότητας του προσώπου όπως η ομορφιά, η κοινωνική θέση, τα πλούτη και η διάνοια, προσθέτοντας σαφείς αναφορές στα έργα τους, δεν κατάφερναν να ξεφύγουν από τις επιταγές της αποδεκτής μορφής και θέσης του μοντέλου.

Κάνοντας μια αναδρομή στους καλλιτέχνες που κατόρθωσαν να ξεχωρίσουν με την τέχνη τους και να γίνουν κοινωνικά αποδεκτοί, συναντάμε ορισμένες κοινοτυπίες όπως η συγκεκριμένη στάση και τοποθέτηση του ατόμου, ένα στοιχείο ανάλογο του ρυθμού της τέχνης της εποχής. Με ελάχιστες παρεκκλίσεις και ενώ κάποιοι καλλιτέχνες προσπάθησαν να απελευθερωθούν από τις απόλυτες κοινωνικές αρχές, γεγονός παραμένει ότι εκείνες είχαν καθολική κυριαρχία και υποστήριξη από την κοινωνική δομή.

Αποτέλεσμα ήταν ενώ το πρόσωπο άλλαζε κάθε φορά, η κοινή θεματολογία έκανε τους πίνακες να μοιάζουν υπερβολικά. Η κυρίαρχη απεικόνιση προσέφερε μια σαφή και ασφαλή θέση του ατόμου μέσα στο κοινωνικό σύνολο, αποφεύγοντας τις επαναστάσεις και ακολουθώντας μια αποδεκτή γενίκευση της εικόνας τους.

Οι σύγχρονες εξελίξεις στην τεχνολογία έδωσαν τη δυνατότητα στον άνθρωπο να αναλάβει ο ίδιος τη δημιουργία της εικόνας και της ταυτότητάς του, καθώς ένα νέο είδος προσωπογραφίας εμφανίστηκε: η selfie ή αλλιώς η αυτό-απεικόνιση.

Με τον αριθμό των selfies να αριθμεί καθημερινά αρκετά εκατομμύρια, θεωρείται αυταπόδεικτο στοιχείο του πολιτισμού της εποχής. Η δυνατότητα που προσφέρουν τα εξελιγμένα κινητά τηλέφωνα οδήγησαν στην κατάργηση παλαιότερων μέσων και υλικών, όπως ο καμβάς ή μεταγενέστερα η φωτογραφική μηχανή και έφεραν στο προσκήνιο νέες τεχνικές και φίλτρα για την ιδανικότερη selfie.

Η εικόνα του εαυτού με την ευκολία και την αμεσότητα που μπορεί να αναπαραχθεί, δημιούργησε μια νέα τάση και μια ανάγκη που ζητά να πληρωθεί καθημερινά.

Τώρα το βάρος της αυθεντικής απεικόνισης έγκειται στο ίδιο το άτομο, που στην προσπάθειά του να ξεχωρίσει από την αγέλη ώστε να «βρει» τον αυθεντικό εαυτό του υποκύπτει στην έμφυτη ανάγκη να ανήκει κάπου, ακολουθώντας τις εκάστοτε συνθήκες που μεταμορφώνουν μια selfie σε ένα πραγματικό έργο τέχνης άξιο θαυμασμού πλειοψηφικά. Φίλτρα, γωνίες, κλίσεις που δημιουργούν ψευδαισθήσεις και αλλοιώσεις κάποτε αρνητικές, κατάλληλος φωτισμός και ποικίλα εφέ που χρωματίζουν μεταφορικά και κυριολεκτικά την εικόνα. Καλολογικά στοιχεία για μια αφήγηση θεωρητικά εξατομικευμένη, στην πραγματικότητα όμως κοινή και πολλές φορές εξόφθαλμα κοινότυπη.

Ένδειξη ναρκισσισμού, σημείο των καιρών, έκφραση ψυχοπαθολογικών διαταραχών ή αιτία πολλών ατυχημάτων, η selfie αποτελεί ένα στοιχείο ενσωματωμένο στην κοινωνική δομή που δημιουργεί μια παγκόσμια αποδεκτή κυριαρχία. Εκεί που υπήρχε ένα μοναδικό καλλιτεχνικό πρότυπο για την απεικόνιση του εαυτού, μέσω μιας μορφής ανώτερης τέχνης, τώρα έρχεται μια νέα «τεχνοτροπία» να δημιουργήσει ένα παγκόσμιο ρεύμα. Είναι η τέχνη του παροντικού, του αποσπασματικού τώρα, της ασύνδετης και στιγμιαίας αποτύπωσης του εαυτού που εγωκεντρικά θέλει να γίνει αισθητός. Εδώ και τώρα.

Υπάρχουν εκείνοι που ισχυρίζονται ότι οι selfies αποτελούν αναλώσιμα προϊόντα που δεν μπορούν να συγκριθούν με την πολιτιστική και ιστορική αξία των έργων τέχνης προηγούμενων εποχών. Άλλοι ισχυρίζονται ότι τα κριτήρια τέχνης πρέπει να ποικίλουν και να προσαρμόζονται ανάλογα με την περίοδο στην οποία απευθύνονται.

Είτε συμφωνήσουμε με τον Beaudelaire που διακήρυττε ότι «καθετί που δεν είναι έξοχο είναι άχρηστο και εγκληματικό», είτε συνταχθούμε με τους υπέρμαχους της αυτό-απεικόνισης ως πολιτισμικό προϊόν της χρονικής περιόδου που διανύουμε, οι selfies συνεχίζουν να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται με τον ίδιο γρήγορο και φευγαλέο ρυθμό.

Η -αμφίβολη για πολλούς- αισθητική αξία του αποτελέσματος δεν είναι ικανή να τις εντάξει στον πολιτισμό ως μια ακόμα μορφή τέχνης. Παρ’ όλα αυτά, κάποιες selfies έχουν αποτελέσει τον πρωταγωνιστή σε εκθέσεις μουσείων σε όλο τον κόσμο με σημαντική προσέλευση. Όλα ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 2011, όταν η Jennifer Lee ανέβασε ένα φωτογραφικό πορτραίτο της στο Instagram χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά το hashtag  #selfie.

Εκατομμύρια αυτό-απεικονίσεις και αρκετά χρόνια μετά, έχοντας εξοικειωθεί με το είδος και ενώ πρεσβεύουμε την αποδοχή της ποικιλομορφίας και κάθε μορφής έκφρασης του εαυτού, το ερώτημα παραμένει σταθερό. Έχει τη δύναμη η selfie να προκαλέσει τον καλλιτεχνικό ιδεαλισμό ώστε να συμπεριληφθεί στην ιστορία της τέχνης ως μια επαναστατική μορφή έκφρασης με πολιτιστική αξία;

 

Συντάκτης: Βασιλική Υψηλάντη
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη