Πόσο καιρό έχεις να ανασάνεις χωρίς προσπάθεια; Να είσαι ήρεμος, γαλήνιος, χωρίς αυτό το σφίξιμο στα δόντια που έρχεται και μαγκώνει τους παλμούς της καρδιάς σου και τους πετάει στα ύψη, και τους αφήνει εκεί να αιωρούνται στον αέρα.

Δε θυμάσαι από πότε. Κρατιέσαι από ένα τόσο δα, λεπτό σκοινί, να μην αφεθείς. Να μην περάσεις τη διαχωριστική γραμμή, να μην χάσεις τον έλεγχο. Θέλεις να σηκωθείς και να φωνάξεις, να διαολοστείλεις καθωσπρεπισμούς και όλα όσα σε καταπιέζουν, να αποτινάξεις από πάνω σου και προπάντων από μέσα σου όσα σε βαραίνουν.

Να ανασάνεις χωρίς προσπάθεια, να μην ιδρώνουν οι παλάμες σου, να μην μουδιάζεις ολόκληρος κάθε φορά που αναφέρονται σε εκείνη.

Εκείνη. Εκείνη που δε τόλμησες να κρατήσεις, που την έδιωξες άχαρα, που προσπάθησες μάταια να σε διευκολύνει, μέχρι που οι καταστάσεις σου επέβαλλαν να φύγεις εσύ.

Ξαπλώνεις στο γεμάτο κρεβάτι σου, και την σφιχταγκαλιάζεις. Σκρολάρεις στις φωτογραφίες της με την ελπίδα να μην έχει προχωρήσει ούτε ένα βήμα τη ζωή της, ερμηνεύεις τα ανεξήγητα.

Η γυναίκα σου δίπλα σου ξέρει πως είναι επίσημη αγαπημένη, μα όχι πρωταγωνίστρια στα όνειρά σου και ας ήταν αυτή που κέρδισε στον πόλεμο. Κανείς δε θα της πει ποτέ ότι έχασε την πιο σημαντική μάχη.

Μοιάζει με εκείνη, σκέφτηκες όταν την πρωτοείδες. Και αποφάσισες να αναπληρώσεις το κενό που σκόπευες να δημιουργήσεις.

Κανένα κενό δε γεμίζει με παρ’ ολίγον ευτυχίες. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να αναπληρώσει την απουσία κάποιου άλλου. Και εσύ δεν μπορείς να το παίζεις Θεός, τώρα το ξέρεις.

Κάποτε μίλησες για ελευθερία. Για την ψευδαίσθηση που τρέφουμε πως είμαστε ελεύθεροι. Τώρα το ζεις. Εγκλωβισμένος σε κοινές εξόδους, σε κοινές νύχτες και μέρες, και τον χρόνο να σε βρίσκει πάντα μόνο με εκείνη. Ξαπλώνεις με ερωτηματικά, τι να κάνει, που να είναι, με ποιον, αν σε σκέφτεται ακόμη.

Παραδόξως είναι οι μόνες ώρες που ανασαίνεις με μια κάποια ευκολία. Χαμογελάς όταν σκέφτεσαι πως θα πας να την βρεις. Ναι, θα πας να την βρεις, αύριο κιόλας και θα της πεις.

Τι θα της πεις; Δεν έχει σημασία τι θα της πεις, αλλά θα ρωτήσει δε γίνεται να μην ρωτήσει, μουρμουρίζεις. Και το χαμόγελο σβήνει από τα χείλη σου.

Εκείνη ξέρει. Γνωρίζει πως δεν ήταν η μία και ανατίναξε κάθε γέφυρα επικοινωνίας. Μόνο από κάτι γνωστούς αραιά και πού μαθαίνεις νέα της και αυτά γενικά και όσα αφήνει να σου μεταφέρουν. Είναι έξυπνη εκείνη.

Μια νύχτα ήρθε και σε βρήκε. Τότε ακόμη, είχες το περιθώριο για μια ευκαιρία, αλλά δεν ήξερες. Της τα είπες όλα σχεδόν, σου απάντησε πως βολεύεσαι και πως αν ήθελες θα μπορούσες να τα είχες κάνει όλα αλλιώς.

Αλήθεια είναι. Πώς να της πεις το αντίθετο; Μόνο που δεν είσαι καθόλου βολεμένος. Αυτό ήθελες να της φωνάξεις, να το καταλάβει, να το νιώσει μέχρι τα κόκαλά της. Μα δεν μπόρεσες.

Τι σόι βόλεμα είναι αυτό, που φεύγεις από το σπίτι και δε θέλεις να γυρίσεις; Που κάθε βράδυ περιμένεις πως και πως την ώρα να ησυχάσουν τα πάντα για να κλέψεις μια στιγμή για εσένα. Πού είναι η ελευθερία σου;

Τον έλεγχο, να μην χάσεις τον έλεγχο, θυμάσαι; Να κάνεις τις επιλογές εσύ, να μην θολώσει η λογική από το συναίσθημα, να μην περιοριστείς, να μην αφεθείς σε ότι σε ξεπερνάει.

Κάθε πράξη μας έχει και το ανάλογο τίμημα όμως.

Το γνώριζες, μόνο που δεν ήξερες πως θα είναι τόσο ακριβό και θα το πλήρωνες με τόκο.

Δεν κατηγορείς εκείνη, ούτε την άλλη, μεταξύ μας καμιά τους δε φταίει και σε τίποτα. Τον εαυτό σου κατηγορείς και καταδικάζεις κάθε μέρα. Για εκείνη που δεν έχεις και τη ζωή που επέλεξες να συνεχίσεις. Ζωντανός νεκρός συμμέτοχος σε μια παρωδία γραμμένη από το χέρι σου.

Αναστενάζεις να κάνεις χώρο στα σπλάχνα σου. Οι αντοχές σου λιγοστεύουν, το ίδιο και η υπομονή σου.

Κοιτάς μια φωτογραφία της. Από τότε που ακόμη χαμογελούσε μόνο για εσένα.

Μια μέρα θα πας και θα την βρεις, σκέφτεσαι. Θα τα τινάξεις όλα στον αέρα, και θα πας να την βρεις. Δεν θα την αφήσεις ποτέ ξανά. Θα ζήσεις μαζί της όσα είναι μέχρι σήμερα προθέσεις. Μόνο που αυτή η μέρα δεν είναι απόψε. Σβήσε τώρα το φως να κοιμηθείς.

 

Συντάκτης: Μαρία Κωφίδου