– Με άδειασες..

– Μια μέρα θα μ’ ευγνωμονείς για αυτό.

– Το υπόσχεσαι;

– Στο λόγο μου.

Και πέρναγαν οι μέρες, μα καμιά ευγνωμοσύνη δεν πέρασε από την πόρτα της.

Κάθε μέρα όλο και περισσότερο, επαναλάμβανε την τελευταία αυτή ατάκα.

Και ήλπιζε να συμβεί, το ευχόταν, το ήθελε. Θα ήταν μια λύτρωση, ψιθύριζε.

Πιο άδεια, πιο μόνη απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί, πιο ανήμπορη να γεμίσει το κενό.

Με άδειασες και τι κατάλαβες; Πάλι από την αρχή. Πάλι…

«Εδώ δε θα σε πληγώσει κανείς», του υποσχέθηκε.

Και τήρησε την υπόσχεση της.

Μέχρι που μια μέρα γύρισε και δεν είδε κανέναν άλλον παρά μονάχα τον εαυτό της.

«Και τώρα τι;» Αναρωτιόταν.

Τώρα τρέχεις, τρέχεις όσο πιο γρήγορα και μακριά μπορείς. Τρέχεις να κρυφτείς. Στη σιωπή. Τρέχεις ακούς; Τρέξε.»

Μα δε σάλεψε ούτε βήμα.

«Και αν γυρίσει;» σκέφτηκε.

«Αν δεν έφυγε οριστικά, αν έφυγε έτσι για λίγο; Δε γίνεται. Θα έρθει.»

Περίμενε.

Αυτή η αναμονή, αυτή η αναβολή για όσα θέλησες και μια ανάσα πριν τ’αποκτήσεις, στα πήραν όλα πίσω.

Ένα «Ω! Θεέ μου!», βγαίνει από όλο της το σώμα και χώνει το κεφάλι της στη μαύρη τρύπα που σχηματίζουν οι παλάμες της.

Το χρώμα του κενού, δεν είναι χρώμα. Μαύρο είναι.

Προσμένει εκείνη την ώρα, μέρα, στιγμή -ας είναι ότι στο διάβολο θέλει-, που θα τον ευγνωμονεί. 

Για την ελευθερία που της χάρισε απλόχερα, για την ευτυχία που της στέρησε για εκείνο το μαζί.

«Ω! Θεέ μου!» ξεφυσάει με αγανάκτηση αυτή τη φορά και ανασαίνει να γεμίσουν τα μέσα της.

Μιμείται τις κινήσεις του. Και η καρδιά έχει μνήμη. Τον κουβαλάει ακόμη μέσα της.

Εγκυμονεί την μνήμη του και θέλει να αποβάλλει.

Θέλει;

Χαμογελάει…

«Τελικά ρε κάθαρμα, δε μ’ άδειασες.»

 

Συντάκτης: Μαρία Κωφίδου