Μια κουκουβάγια άκουγε δύο πλάσματα να συζητάνε μεταξύ τους και δεν άντεξε, έκοψε στη μέση την κουβέντα τους και επενέβη: «Θαρρείς πως θύμα είσαι γιατί όλους αφιλοκερδώς τους βοηθάς, αντί να ευχαριστείς που τόση δύναμη σου δόθηκε, ώστε τους πάντες να μπορείς ν’ αναβαστάς».

«Ω, τι εξαίρετη οπτική», αναφώνησε άναυδο το πλάσμα, ύστερα απ’ τα σοφά λόγια της κουκουβάγιας. «Έχει δίκιο», συλλογίστηκε, έπειτα, «αφού δε μου στοιχίζει τίποτα που μπορώ και σηκώνω πάνω μου τα προβλήματα των άλλων, τότε τι κάθομαι, ο ανόητος και βαρυγκωμώ;».

Κι έτσι, λοιπόν, ευχαρίστησε την κουκουβάγια, επειδή χάρη σ’ αυτήν θα σταματούσε επιτέλους να δυσφορεί δίχως λόγο και της είπε: «Από εδώ και στο εξής, καλή μου κουκουβάγια, θα σε προτιμώ για ό,τι πρόβλημα τυραννάει την ψυχούλα μου και θα ξέρω πως εσύ, καλή μου, θα μπορείς ευθύς να μου το αφανίσεις».

Η κουκουβάγια, τότε, αντί να πάρει τα πάνω της που κάποιος εκτίμησε σε τόσο μεγάλο βαθμό τη σοφία της, εκείνη, αντιθέτως, άρχισε να τρέμει σύγκορμη. «Αμάν, τι θα κάνω που τώρα νομίζει πως είμαι τόσο έξυπνη, που για τα πάντα θα μπορώ να του δώσω την τέλεια λύση; Η αλήθεια είναι, πως δεν έχω για όλα την πιο θαυμαστή απόκριση, και πως απλώς έτυχε, αυτή τη φορά, και μπόρεσα να τον ξαλαφρώσω».

Κι έτσι, λοιπόν, η κουκουβάγια άρχισε να καταριέται την ώρα και τη στιγμή που επενέβη και που έδωσε την εντύπωση της τόσο έξυπνης, μιας και θαρρούσε πως δε θα μπορούσε να επιδείξει ξανά στο μέλλον τόσο μεγάλη σοφία.

Σαν αυτήν την κουκουβάγια, λοιπόν, αρχίζουμε κι εμείς να αγχωνόμαστε, όταν κάνουμε υπερβολικά καλή εντύπωση σε κάποιον κι όταν μας θεωρεί εξαιρετικά δυνατούς.

Καταρχάς, η κουκουβάγια δε θα μπορούσε παρά να πνιγόταν απ’ τη σκέψη πως υπολόγιζαν σοβαρά πια σ’ αυτήν και πως ξέγνοιασαν, αφού πίστεψαν πως για τα πάντα θα μπορούσε εκείνη να τους βοηθήσει. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, όταν κάνουμε υπερβολικά καλή εντύπωση σε κάποιον και δούμε πως δίνει μεγάλη σημασία στη βοήθειά μας, αρχίζουμε να δυσφορούμε, μιας και δεν αντέχουμε τη σκέψη πως είμαστε για κάποιον σημαντικοί και πως στηρίζει πάνω μας όλες του τις ελπίδες για να βρει τη λύση, ενώ σκεφτόμαστε: «Αν δεν μπορούμε να τον βοηθήσουμε όπως νομίζει, δε θα ‘χει πού αλλού να πάει και τότε τι θ’ απογίνει;».

Επιπλέον, όταν κάνουμε υπερβολικά καλή εντύπωση σε κάποιον θαρρούμε πως αυτό έγινε, όχι επειδή είμαστε πραγματικά τόσο σπουδαίοι, αλλά γιατί απλώς έτυχε εκείνη τη φορά και δείξαμε το εξαιρετικό μας πρόσωπο και πως δώσαμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε. Γνωρίζοντας, ωστόσο, πως δεν επιδεικνύουμε πάντα τον πιο θαυμαστό εαυτό μας, αρχίζουμε ήδη να φοβόμαστε πως έπειτα, όταν θα δουν πώς στ’ αλήθεια είμαστε, ίσως να πουν πως δεν είμαστε τελικά και τόσο σπουδαίοι.

Τέλος, όταν αφήνουμε εξαιρετικά καλές εντυπώσεις, φανταζόμαστε πως θα λένε για εμάς: «Αν μας φάνηκε τόσο σπουδαίος αυτή τη μία φορά που τον είδαμε, φαντάσου πόσα θα ‘χει ακόμη να προσφέρει». Μέσα μας, ωστόσο, γνωρίζουμε, πως πέρα από αυτό που δείξαμε, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο να δώσουμε, μιας και επιδείξαμε το μέγιστο των ικανοτήτων μας. Έτσι, θαρρούμε πως ό,τι άλλο κι αν προσφέρουμε, θα ‘ναι οπωσδήποτε κατώτερο αυτού του εξαιρετικού πρώτου δείγματος που δώσαμε.

Κι έτσι, λοιπόν, η κουκουβάγια έπεσε να πεθάνει απ’ τον καημό της: «Τι θ’ απογίνω τώρα εγώ; Πώς θα μπορέσω να σταθώ στο ύψος της πρώτης εξαιρετικής σοφίας που ξεστόμισα, αφού ό,τι κι αν πω, θα ‘ναι σίγουρα πιο αδύναμο απ’ αυτό;». Κι αποφάσισε, τότε, για το καλό της, να μην ανοίξει το στόμα της ποτέ ξανά, ώστε να μην ξεφτίσει αυτήν την πρώτη εξαιρετική εντύπωση που άφησε και το πραγματοποίησε, μιας και δεν έδωσε ξανά τη βοήθειά της, όσο κι αν την παρακάλεσαν γι’ αυτήν.

Και ήταν μεγάλο κρίμα, δυστυχώς, μιας και άδικα και απ’ το φόβο της, θαρρούσε πως δεν είχε άλλη σοφία να επιδείξει.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.