Μια κουκουβάγια, έπειτα από μια συμβουλή που ‘χε δώσει, έπεσε σε συλλογή. «Μπας και με περίσσεια καυχησιά μπορώ να μοιράζω τώρα πια τις συμβουλές μου;», αναρωτήθηκε. Μια αλεπού, όμως, που αφουγκράστηκε τα λόγια της τής είπε: «Κουκουβάγια μου, κανέναν κομπασμό δε διακρίνω στη φωνή σου. Τουναντίον, θα ‘λεγα, πως με περίσσεια ταπεινότητα μοιράζεις πάντοτε τη συμβουλή σου».

Η κουκουβάγια, άναυδη που την καθησύχασε τόσο η αλεπού, συλλογίστηκε: «Για δες τι καλή που είν’ η αλεπού και που τόσο καιρό για ύπουλη μονάχα τη λογάριαζα». Έπειτα, ωστόσο, η αλεπού κοντοστάθηκε δίπλα από έναν γάιδαρο. «Φρικτό βρίσκεις το γκάρισμά μου, αλεπού;», έσπευσε να τη ρωτήσει. «Διόλου φρικτό, γάιδαρε. Το γκάρισμά σου είναι χάρμα, είναι χάδι στ’ αφτιά, εύγε γάιδαρε, αδιάκοπα πρέπει να το κοπανάς».

Η κουκουβάγια βλέποντας την αλεπού να λέει αυτό το φριχτό ψέμα στον γάιδαρο, πως τάχα είναι χάρμα το γκάρισμά του, έχασε κάθε συμπάθεια που είχε αρχίσει να αισθάνεται γι’ αυτήν, καθώς κατάλαβε πως τα κολακευτικά λόγια που και στην ίδια είπε προηγουμένως, διόλου δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια, και πως το ‘κανε προκειμένου την εκτίμησή της να αποσπάσει. Δεν άργησε, μάλιστα, να σκεφτεί: «Φαντάσου πόσο θα ντροπιαζόμουν αν στη γνώμη της αλεπούς πάντοτε υπολόγιζα και αν τόσο λανθασμένα πράγματα μ’ άφηνε να πιστεύω».

Σαν αυτήν την αλεπού, λοιπόν, δεν κερδίζουμε παρά μόνο πρόσκαιρα τη συμπάθεια των άλλων, όταν μονάχα αυτά που διψούν ν’ ακούσουν τ’ αφτιά τους τούς αραδιάζουμε.

Καταρχάς, η κουκουβάγια συμπάθησε την αλεπού για τα όμορφα λόγια της, μέχρι τη στιγμή που την έπιασε να μοιράζει εξίσου κολακευτικά σχόλια σε κάθε πλάσμα που στο διάβα της συναντούσε κι έτσι κατάλαβε πως κάποιο σκοπό έχει η στάση της και γι’ αυτό έλεγε σ’ όλους όσα η καρδιά τους λαχταρούσε να ακούσει. Κι εμείς, επομένως, όταν έχουμε κερδίσει τη συμπάθεια κάποιου επειδή σε κάθε αμφιβολία για τον εαυτό του προσφέραμε μια φιλοφρόνηση, τη στιγμή που θα δει πως το τέχνασμά μας εφαρμόζεται και προς καθησυχασμό κάποιου άλλου, θα καταλάβει πως η άποψη που του εκθέσαμε είχε μοναδικό σκοπό να γίνει αρεστή.

Επιπλέον, όταν για να κερδίσουμε τη συμπάθεια κάποιου λέμε όσα θέλει να ακούσει και κάποια στιγμή αντιληφθεί πως το κάνουμε στον καθένα που βρίσκεται στο διάβα μας,  θα σκεφτεί ότι τον εξαπατήσαμε για να κερδίσουμε την εύνοιά του κάνοντας σχόλια που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και πως τον εξισώσαμε με τον καθένα που ήθελε απλώς να ακούσει μια καθησυχαστική γνώμη για να ανακουφιστεί. Θα θεωρήσει, δηλαδή, πως χρησιμοποιήσαμε δόλιο μέσο για να αποσπάσουμε τη συμπάθειά του, αφού το να λέμε όσα επιθυμεί κανείς να ακούσει μπορεί να θεωρηθεί μια μορφή στρατηγικής και κοροϊδίας.

Τέλος, όταν καταλάβει κάποιος πως του αραδιάζουμε απλώς εκείνα που θέλει να ακούσει, θα πάψει να ζητά τη γνώμη μας, εφόσον θα ξέρει πως ο σκοπός μας θα είναι να τον καλοπιάσουμε κι άρα δε θα του προσφέρουμε την αντικειμενικότητα που χρειάζεται ούτε θα του επισημάνουμε τα λάθη του. Επομένως, θα του είναι αχρείαστη πια η γνώμη μας, αφού όχι μόνο δε θα τον ωφελήσει μα και τον καθησυχάσει, ενώ δε θα ‘πρεπε.

Κι έτσι, λοιπόν, η κουκουβάγια έκραξε κι όταν η αλεπού έσπευσε να της επισημάνει πόσο γοητευτικός ήταν αυτός ο ήχος, εκείνη της είπε αιχμηρά: «Πλάσμα που το γκάρισμα του γαϊδάρου εγκωμιάζει, την ψεύτικη γνώμη του ας πάψει καλύτερα να εκφράζει».

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.