Τα δύο δυνατότερα λιοντάρια θ’ αναμετρούνταν, καθώς ένα μονάχα απ’ αυτά, το πιο άξιο και το πιο ικανό, θα γινόταν βασιλιάς. Και το ένα και το άλλο, ωστόσο, έσφυζαν τόσο από δύναμη, όσο κι από αξιοσύνη.

«Χρειάζομαι μπόλικη δουλειά ακόμη για να τον κερδίσω» έλεγε το ένα λιοντάρι, λοιπόν, σαν έβλεπε έτσι αγέρωχο τον αντίπαλό του. «Θα πρέπει να υπερβώ τον εαυτό μου για να βγω εγώ βασιλιάς» συλλογιζόταν και το άλλο, ενώ θαύμαζε κι εκείνο τη δύναμη του ανταγωνιστή του.

Κι έτσι, και τα δύο λιοντάρια δεν επαναπαύονταν στιγμή και μάχονταν να κάνουν το καλύτερο που μπορούσαν κι ίσως και κάτι παραπάνω απ’ αυτό, γνωρίζοντας πως είχαν απέναντί τους έναν τόσο ισχυρό αντίπαλο.

Σαν αυτά τα λιοντάρια, λοιπόν, θα μαχόμαστε με νύχια και με δόντια για να υπερβούμε τον εαυτό μας, αν έχουμε κι εμείς απέναντί μας έναν ικανό κι άξιο ανταγωνιστή.

Καταρχάς, εκτιμώντας τη δύναμη του ανταγωνιστή μας και την αξιοσύνη του, θα προσπαθούμε να διατηρούμε τις ικανότητές μας κι όλο να τις εξελίσσουμε. Θα πιστεύουμε πως αν θελήσουμε ν’ επαναπαυτούμε για λίγο, εκείνος το ίδιο διάστημα θα δουλεύει κι ίσως να γίνει τότε πολύ δυνατότερός μας. Έτσι, δε θ’ αφήνουμε για πολλή ώρα αδούλευτο το αντικείμενό μας, καθώς θα μας κατατρώει η έγνοια μην τυχόν ο άλλος μας υπερβεί κατά πολύ και μην τυχόν ύστερα γίνει τόσο δυνατός που θα ‘ναι αδύνατον πια να τον φτάσουμε.

Επιπλέον, ακόμη κι η ήττα από έναν δυνατό ανταγωνιστή, δεν μπορεί παρά να λογαριάζεται, ουσιαστικά, για νίκη. Το λιοντάρι, λόχου χάρη, έχοντας έναν τόσο ισχυρό αντίπαλο, θα δούλευε παραπάνω απ’ όσο μπορούσε για να τον κερδίσει. Έτσι, την ώρα της αναμέτρησής τους θα ήταν πια τόσο δυνατό, όσο δε θα γινόταν ποτέ, αν ο αντίπαλός του δεν ήταν τόσο δύσκολος. Κι αν έχανε, επομένως, εκείνο θα ήταν ωστόσο τόσο δυνατό, όσο είναι κι ένας βασιλιάς κι ίσως η δύναμή του να ήταν και πιο μεγάλη ακόμη από πρωτύτερος βασιλιάδες.

Έχοντας έναν τόσο καλό ανταγωνιστή, μας δίνεται η δυνατότητα να αισθανθούμε, μεταξύ άλλων, και μεγαλόπνοα αισθήματα. Τη στιγμή που θα έχανε, λοιπόν, το λιοντάρι, τι υπερηφάνεια θ’ ανάβλυζε μέσα στο στήθος του και τι επίγνωση της ανωτερότητάς του, αν παραδεχόταν, μέσα στην ήττα του, πως ο άλλος ήταν καλύτερος από εκείνον; «Τι ανώτεροι άνθρωποι που είμαστε» θα συλλογιζόμαστε, λοιπόν, την στιγμή της παραδοχής της αξιοσύνης του ανταγωνιστή μας και θα το βρίσκουμε πολύ υψηλό εκ μέρους μας, που κάναμε μιαν τέτοια διαπίστωση για τον ίδιο τον αντίπαλό μας και που καταφέραμε να παραδεχθούμε πως είναι καλύτερός μας.

Τέλος, πόσο απέραντη θα ήταν η χαρά του λιονταριού που θα κέρδιζε, γνωρίζοντας πως νίκησε έναν τόσο δυνατό αντίπαλο! Όταν ο ανταγωνιστής μας είναι πολύ ισχυρός, λοιπόν, τότε η αξία της νίκης μας είναι ακόμη πιο μεγάλη, καθώς κερδίσαμε κάποιον που εκτιμούσαμε και που, ενδεχομένως, και να θαυμάζαμε ακόμη. Έτσι, δε θα μπορούμε παρά να συνειδητοποιήσουμε με ικανοποίηση πως «Για να κερδίσουμε τον τάδε αξιότατο ανταγωνιστή, πάει να πει πως κι η δική μας αξιοσύνη δεν πάει πίσω».

Κι έτσι, λοιπόν, και το λιοντάρι που έχασε και το λιοντάρι που κέρδισε, μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν βασιλιάδες, καθώς η αξιοσύνη και των δύο, ύστερα απ’ την αδιάκοπη δουλειά που έριξαν για να φτάσουν το ένα το άλλο, ήταν πια άξια υπόκλισης και θαυμασμού.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη