Υπήρχε μία κεραμίδα που κάθε μέρα μάλωνε με κάποιον. Πότε του έφταιγε το χρώμα της και πότε την κατηγορούσε πως έμπαζε νερά. Η κεραμίδα, φυσικά, δεν έμενε από κάτω και του απαντούσε καυστικά, με φράσεις του τύπου: «Αν δε σ’ αρέσω, καλέ μου, τότε δε χρειάζεται να με κοιτάς και να μου στραβολαιμιάζεις κιόλας» ή «Αχάριστε, δε φτάνει που τρώω εγώ τα νερά για να σε προστατεύσω, θα με κατηγορήσεις κι από πάνω;».

Μια μέρα, όμως, η κεραμίδα άρχισε να σείεται και κατάλαβε, έτσι, πως σε λίγες ημέρες, θα έπεφτε πάνω στο κεφάλι του και θα τον πλάκωνε. Άρχισε, τότε, να αισθάνεται ένοχη για το κακό που θα του ‘κανε κι άλλαξε, έτσι, ολότελα στάση απέναντί του: Όταν την κατηγορούσε τώρα για το χρώμα της, λοιπόν, αυτή όχι μόνο δε θύμωνε, μα απλώς σιωπούσε, ή αν την επέπληττε γιατί έμπαζε νερά, εκείνη έσκυβε το κεφάλι ταπεινά κι έκανε πως συμφωνούσε μαζί του.

Σαν αυτήν την κεραμίδα κάνουμε κι εμείς κι αλλάζουμε στάση απέναντι στον σύντροφό μας, λοιπόν, όταν αισθανόμαστε πως έχουμε φταίξει απέναντί του και πως θα τον πληγώσουμε, κι αρχίζουμε, έτσι, να του φερόμαστε συγκαταβατικά, σχεδόν υποτακτικά.

Καταρχάς, όταν έχουμε φταίξει απέναντι στο σύντροφό μας, τότε τον αφήνουμε να μας καταλογίσει ό,τι του κατεβεί αδιαμαρτύρητα, χωρίς ν’ αντιδρούμε, καθώς πιστεύουμε πως δικαιούται, σ’ αυτήν την περίπτωση, να μας πει και μια κουβέντα παραπάνω. Δηλαδή, είναι σαν να ‘μαστε έτοιμοι να δεχθούμε όσες μομφές κι αν θέλει να μας προσάψει –κι ας είναι ακόμη κι άδικες– αφού το κακό που πιστεύουμε πως του κάναμε ή πρόκειται να του κάνουμε εμείς, είναι ασύγκριτα πιο μεγάλο απ’ αυτές.

Όταν νιώθουμε ενοχή για μια πράξη ή συμπεριφορά μας, τότε είναι σαν να ‘μαστε αυτομάτως εμείς οι «κακοί» της ιστορίας, οι θύτες, κι ο σύντροφός μας ο «καλός», το θύμα. Έτσι, μετανιωμένοι, πιστεύοντας κι οι ίδιοι στο καλό και θέλοντας πραγματικά να θριαμβεύσει αυτό, τον αφήνουμε να μας κατηγορήσει και να μας σούρει ό,τι θέλει, χωρίς να του φέρουμε αντίρρηση. Βλέποντάς τον, λοιπόν, να μας κατατροπώνει με τις κατηγορίες του και να μη βρίσκει και κανέναν αντίλογο σ’ αυτές, το ευχαριστιόμαστε παραπάνω κι απ’ τον ίδιο που το κατάφερε και που το «καλό» κέρδισε, έστω και σε μιαν άλλη περίπτωση.

Τέλος, φερόμαστε πιο υποτακτικά στον σύντροφό μας, όταν νιώθουμε ένοχοι απέναντί του, αφού λόγω των τύψεών μας, είναι αδύνατον ν’ αντιδράσουμε σ’ οτιδήποτε. Συντετριμμένοι απ’ τις ενοχές μας, λοιπόν, δεν έχουμε τη δύναμη να του αντιμιλήσουμε κι ενώ παλαιότερα μπορεί να πιανόμασταν με μια κουβέντα του, τώρα το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να συγκατανεύσουμε απλώς ταπεινά σ’ αυτήν.

Είναι, όμως, και σαν να πληρώνουμε για το κακό που κάναμε, όταν επιτρέπουμε στον σύντροφό μας να μας κατηγορεί για κάτι, χωρίς εμείς ν’ αντιδρούμε σ’ αυτό. Σαν κάπως να ισορροπούμε το ολίσθημά μας μέσα απ’ την αυτοτιμωρία μας, έστω κι αν οι μομφές του απευθύνονται πια σ’ άλλο ζήτημα, καθώς εμείς τις δεχόμαστε, έτσι κι αλλιώς, σαν ν’ αφορούν το λάθος μας και σαν να μας κατακρίνει γι’ αυτό.

Βλέπουμε, λοιπόν, πως η κεραμίδα και να ήθελε να αντιμιλήσει σ’ αυτόν που δεν την άφηνε σε ησυχία με τις κατηγορίες του, δεν μπορούσε με τίποτα να το κάνει, καθώς όσα κι αν θα της έλεγε, δε θα ήταν τίποτα μπροστά στο κακό που θα του ‘κανε, όταν θα έπεφτε πάνω στο κεφάλι του.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη