Υπάρχει μία διαχωριστική γραμμή: στη δεξιά πλευρά βρίσκεται ο ήλιος κι είναι μέρα, στην αριστερή υπάρχει το φεγγάρι κι είναι νύχτα. Δύο σπόροι, λοιπόν, βρίσκονται στο σκοτάδι της αριστερής πλευράς, ενώ δεν υπάρχει ακόμη κανένας σπόρος κάτω απ’ το φως του ήλιου.

Ένας απ’ τους δύο σπόρους περνά κάποια στιγμή τη διαχωριστική γραμμή και πάει στον ήλιο. Κάτω απ’ το φως του φυτρώνει και μεγαλώνει γρήγορα. Ο άλλος σπόρος περνά μετά κι εκείνος τη διαχωριστική γραμμή και φτάνει κι αυτός στον ήλιο. Ο σπόρος που πήγε πρώτος στον ήλιο, όμως, πιστεύει ότι τον αντέγραψε και δεν του αρέσει αυτό, για τρεις λόγους:

Ίσως, αρχικά, να φοβάται ότι θα φυτρώσει κι ο άλλος σπόρος κι ότι θα γίνει ψηλότερος από εκείνον. Κατά δεύτερον, μπορεί να θυμώνει γιατί θα μοιράζεται πλέον το φως του ήλιου με τον άλλο σπόρο κι ότι δε θα το δέχεται κατ’ αποκλειστικότητα. Και, τέλος, είναι πολύ πιθανόν να ήθελε να ήταν μόνος του στον ήλιο, για να ξεχωρίζει, έτσι, απ’ τον άλλο.

Κάτι ανάλογο, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς πολλές φορές, όταν θεωρούμε πως πρωτοπορούμε κι ότι προβαίνουμε σε πρωτότυπες ενέργειες: όποιος κάνει το ίδιο πράγμα ύστερα από εμάς, πιστεύουμε ότι μας αντιγράφει κι η μίμησή του μας δυσαρεστεί, για τους ίδιους λόγους, που κι ο σπόρος δυσανασχέτησε όταν ο δεύτερος σπόρος τον ακολούθησε στον ήλιο.

Καταρχάς, όταν κάνει και κάποιος άλλος το ίδιο πράγμα που κάνουμε, μπορεί να μας κατατρώει η έγνοια ότι θα καταλήξει να το κάνει, τελικά, ακόμη και καλύτερα από εμάς. Το να μας ξεπεράσει επομένως είναι ένα ενδεχόμενο που μας κάνει να βλέπουμε μ’ αποστροφή κάποιον που έτυχε ν’ ασπαστεί κι εκείνος τις συνήθειές μας ή να προβεί σε μια ενέργεια που εμείς είχαμε ήδη κάνει. Έτσι, τον βλέπουμε ανταγωνιστικά και καμουφλάρουμε το φόβο –να μη γίνει καλύτερός μας– καταλογίζοντάς του την ποταπή διάθεση πως προσπαθεί να μας μιμηθεί.

Το γεγονός πως μπορεί να είμαστε τόσο εγωιστές που να θέλουμε όλο το φως του ήλιου για μας μάς κάνει να δυσανασχετούμε όταν πρέπει να το μοιραστούμε με άλλον. Έτσι, όταν κάποιος κάνει πράγματα που κάνουμε κι εμείς, θεωρούμε ότι μας κλέβει λίγο απ’ το φως μας και νιώθουμε ότι ήρθε να μας πάρει αυτό που νομίζουμε ότι μας ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα, με την εισβολή του στα κατατόπια μας.

Είναι αλήθεια πως, όπως και τον σπόρο, έτσι κι εμάς θα μας βόλευε αν ήμασταν μόνοι μας στον ήλιο κι αν εξασφαλίζαμε, τόσο εύκολα, τη μοναδικότητά μας. Έτσι, δε μας αρέσει όταν κάποιος φαίνεται πως μας ακολουθεί κι ότι πάει να γίνει ίδιος μ’ εμάς, καθώς, έτσι, πλήγεται η μοναδικότητα που νομίζαμε ότι κατείχαμε και δεν ξέρουμε αν θα βρούμε κάτι άλλο να κάνουμε, για να την αποκτήσουμε ξανά.

Η πραγματική πρόκληση για εμάς, φυσικά, θα έπρεπε να ήταν να έρθουν όλοι στον ήλιο και τότε να καταφέρναμε ν’ αναδειχθούμε κι όχι να περιμένουμε να κάνουμε κάτι που δε θα το κάνει κανένας άλλος για να ξεχωρίσουμε.

Τελειώνοντας, θα πρέπει να πούμε πως, αν όχι πολλοί, τουλάχιστον αρκετοί πριν από εμάς είχαν ήδη εκτεθεί στο φως του «ήλιου». Είναι φαιδρό, επομένως, να πιστεύουμε πως μας ανήκει η πρωτοβουλία να πάμε κάτω απ’ αυτόν και να θεωρούμε ότι δεν έχει κανένας άλλος το δικαίωμα να μας ακολουθήσει.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη