Αδιαμφισβήτητα, η αγάπη των γονιών μας είναι η μόνη που θα υπάρχει πάντα, ανεξαρτήτως συνθηκών, και θα παραμένει και τόσο δυνατή όσο την πρώτη φορά που τους αντικρίσαμε σε μια αίθουσα μαιευτηρίου.

Η αγάπη τους αυτή στη διάρκεια των χρόνων παίρνει διάφορες μορφές. Είναι προστατευτική, στοργική, τόσο που κάποιες φορές γίνεται εγωιστική. Σύμφωνα με την ψυχολογία, οι γονείς, πολλές φορές, αρνούνται να αποδεσμεύσουν το παιδί τους απ’ τα γονικά ασφαλή δεσμά τους, καθώς το βλέπουν για πάντα ως το μωρό που τους χρειαζόταν για να κάνει τα πρώτα του βήματα, για να πει τις πρώτες του λέξεις. Κι αυτό, παρά την πρόθεσή του, δε βγαίνει πάντοτε σε καλό.

Ειδικά στην Ελλάδα, η σχέση αυτή της αλληλεξάρτησης καλά κρατεί. Οι περισσότεροι γονείς, από όταν τα παιδιά τους ήταν πολύ μικρά, φρόντιζαν να δουλεύουν πολύ σκληρά, όχι μόνο για να τους τα παρέχουν όλα, αλλά για να τους κάνουν και το μέλλον ευκολότερο, πιο πλουσιοπάροχο, χωρίς τα ίδια να χρειαστεί να μοχθήσουν για κάτι τέτοιο.

Ο θεσμός της προίκας είναι απ’ τους πιο ισχυρούς και διατηρείται διαχρονικά στην εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, παρόλο που πολλά άλλα έθιμα που μετρούν τις ρίζες τους στις ίδιες εποχές έχουν εκλείψει πλήρως. Μια παράδοση ανακουφιστική που, συνάμα, σε μεγάλο βαθμό, αδρανοποιεί τους εφήβους καθιστώντας τους βολεμένους και στη μετέπειτα ενήλικη ζωή τους. Όλη αυτή η σιγουριά κι η ευκολία τους καθιστά ουσιαστικά επαναπαυμένους κι ανίκανους να παλέψουν για να διεκδικήσουν μόνοι τους το καλύτερο στη ζωή τους, αμέτοχους κι ίσως ανήμπορους να τη διαμορφώσουν όπως εκείνοι θέλουν.

Παράλληλα, η προίκα φαίνεται πως βοηθάει τους γονείς να εκπληρώσουν εκείνες τις προσδοκίες της χειριστικής συμπεριφοράς που εφάρμοζαν στα παιδιά τους απ’ τα πρώτα τους βήματα, που φυσικά δε γίνεται σχεδόν ποτέ με κακή πρόθεση, αποκτά όμως αρνητικά αποτελέσματα με την πάροδο των χρόνων. Οι γονείς εξασφαλίζοντας ουσιαστικά ένα καλύτερο μέλλον στο παιδί τους, βασισμένο στην ύλη, αποκτούν αυθαίρετα το δικαίωμα να επεμβαίνουν και στις μετέπειτα επιλογές του, πολλές φορές με το να επιβάλλουν τη δική τους άποψη, αφού τα αγαθά είναι και τυπικά δικά τους κι αυτό τους δίνει ένα μεγάλο ελαφρυντικό.

Σύμφωνα με τον τρόπο σκέψης τους, τα έθιμα και τις παραδόσεις, στο μυαλό τους αυτό είναι το σωστό και το ιδανικό. Ωστόσο προικίζοντας το παιδί τους, βρίσκουν την ευκαιρία να κλειδώσουν πως εκείνο θα συνεχίσει να εξαρτάται απ’ τους ίδιους. Ένα απ’ τα μεγαλύτερα λάθη στο όνομα της αγάπης είναι όταν μέσω αυτής της προσφοράς προσπαθούν να βγάλουν στο παιδί τους τα δικά τους απωθημένα, να το κάνουν αυτό που δεν κατάφεραν οι ίδιοι να γίνουν ή να του φορτώνουν τις επιλογές τους. Για παράδειγμα, του δίνουν το γραφείο τους ή την επιχείρησή τους για να συνεχίσει αναγκαστικά τη δουλειά τους.

Για το ίδιο το παιδί, αυτό αυτόματα σημαίνει διαταραχή της ταυτότητάς του. Όταν δεν μπορεί να πατά δυνατά στα δικά του πόδια και συνεχώς εξαρτάται, το πιο πιθανό είναι να γίνει ένας ενήλικας αδρανής, που σε καμία περίπτωση δε θέλει κι ίσως και να πιστέψει πως δεν μπορεί να βελτιώσει, να προσπαθήσει να διαμορφώσει τη ζωή του όπως την επιθυμεί, καθώς το μέλλον του είναι σχεδιασμένο και προκαθορισμένο απ’ τους γονείς του.

Καλό είναι, λοιπόν, τα παιδιά να προσπαθούν να τοποθετούν τα όριά τους και να τα βοηθούν κι οι γονείς σ’ αυτό. Άλλωστε, πολύ μεγαλύτερη χαρά θα έπρεπε να δίνει σε ένα γονιό το να μπορεί το παιδί του να ανοίξει τα δικά του φτερά και να εκπληρώσει τα δικά του όνειρα, να δημιουργήσει και να ζήσει όπως επιθυμεί, παρά να το βλέπει να πετά με δανεικά φτερά στους ουρανούς των γονιών του.

Συντάκτης: Κλειώ Γεωργαντοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη